Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Case study: Ευεργετικές χορηγίες του Ιδρύματος Στ.Νιάρχος / Κονκισταδόρες πουλάνε καθρεφτάκια στους ιθαγενείς.


Costis Zouliatis: Ας δούμε πως δουλεύει επικοινωνιακά το μοντέλο των κονκισταδόρων που πουλάνε καθρεφτάκια στους ιθαγενείς, όπου κονκισταδόρες τα ωραία και ευεργετικά ιδρύματα, που μας γεμίζουν μπολιτισμό και τέχνη, και ιθαγενείς όλοι εμείς που ασφαλώς «δεν αξίζουμε τέτοιο πολιτισμό και τέτοια σπουδαία κτίρια που μετά θα τα πάρει το δημόσιο και θα ρημάξουν». Και τι θα κάνουμε μετά χωρίς τον κύριο Νιάρχο μας...










Case study: Ευεργετικές χορηγίες (δημοσιεύτηκε στο common)
Το Ίδρυμα Νιάρχος εμφανίζεται μέσω δωρεάς ως σωτήρας των καμμένων κινηματογράφων της Αθήνας. Δεν είναι παρά μια επικοινωνιακή επανάληψη του μοντέλου «κονκισταδόρες πουλάνε καθρεφτάκια στους ιθαγενείς»

«Οι κινηματογράφοι Αττικόν και Απόλλων θα επαναλειτουργήσουν με δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος», ο τίτλος της Lifo με bold γράμματα. Υπότιτλος: «Το ΙΣΝ ανακοίνωσε πως αναλαμβάνει με δωρεά του την αποκατάσταση και επαναλειτουργία των δυο ιστορικών κινηματογράφων της Αθήνας που κάηκαν το 2012». Ακριβώς από κάτω, μια φωτογραφία της καμμένης πρόσοψης του κινηματογράφου, τραβηγμένη την επόμενη των επεισοδίων στις 12 Φλεβάρη 2012 (ημέρα της ψήφισης του δεύτερου μνημονίου). Η λήψη είναι από την απέναντι γωνία και έτσι κυρίως φαίνεται το γειτονικό κατάστημα που συστεγαζόταν στο τετράγωνο και το οποίο είχε καταστραφεί ολοσχερώς από τον εμπρησμό. Μια δεύτερη φωτογραφία, με το κτίριο να φλέγεται και τα ΜΑΤ μπροστά σε παράταξη, ολοκληρώνει το νόημα. Πρέπει να εντυπωθεί στον αναγνώστη η καταστροφή και όχι η εικόνα της αποκατάστασης. Η αποκατάσταση δεν έχει εικόνα, αλλά μόνο λεκτική σύνδεση: Ίδρυμα Νιάρχος. Σε άλλες σελίδες άλλωστε, υπάρχει άπλετος χώρος να εντυπωθεί με πλούσιες γκλαμούρ εικόνες τι σημαίνει Ίδρυμα Νιάρχος για τη φτωχή ζωή μας.

Μιλώντας για αποκατάσταση, θα αναρωτηθεί κανείς ποιος είναι ο ανάδοχος ή ο αρμόδιος φορέας. Με άλλα λόγια, ποιος είναι ο παραλήπτης της δωρεάς. Στην είδηση δεν κατονομάζεται κανένας σχετικός φορέας, ενώ στα ψιλά της – για όποιον φτάσει μέχρι εκεί – διαβάζουμε: «Το εσωτερικό των δύο αιθουσών που παραμένουν κλειστές μετά τη φωτιά, δεν είχε υποστεί ζημιές, αλλά η γραφειοκρατία εμπόδιζε μέχρι τώρα την αποκατάσταση και τις εργασίες για την επαναλειτουργία τους». Καταλαβαίνει επομένως κανείς πως δεν ήταν οικονομικής φύσης το εμπόδιο της αποκατάστασης. Όμως ο χορηγός είναι εδώ και για άλλη μια φορά το όνομά του θα μοστράρει στη μαρκίζα των ευεργετικών παρόχων πολιτισμού της φτωχής πόλης.

Παράλληλα, η επίκληση της γραφειοκρατίας επιχειρεί να προσθέσει συνειρμικά στην απαξίωση του δημοσίου τομέα, εξυμνώντας τον ιδιωτικό που ξεπερνά τέτοια εμπόδια (χωρίς φυσικά να μαθαίνουμε πως). Σχετικά με το ζήτημα, σε δημοσίευμα της Καθημερινής τον Ιούνιο του 2015 διαβάζουμε: «Η λειτουργία των κινηματογράφων είναι εφικτή ώς το τέλος του χρόνου. Η αισιόδοξη αυτή προοπτική βασίζεται στην πρωτοβουλία του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών – Ιδρύματος Βούρου-Ευταξία και στη συνεργασία του με τον δήμαρχο Αθηναίων [...] Η μακρά αντιδικία ανάμεσα, αφενός στο Ιδρυμα Σταματίου Δεκόζη-Βούρου, που είναι ιδιοκτήτης των κινηματογράφων και του καμένου κτιριακού συγκροτήματος, και αφετέρου στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών - Ιδρυμα Βούρου-Ευταξία είναι βασική αιτία της χρονοτριβής και της παράτασης αυτής της μείζονος εκκρεμότητας στο κέντρο της Αθήνας».

Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο μάλιστα, φαίνεται πως είχε προωθηθεί λύση «με κατά προσέγγιση προϋπολογισμό 700.000 ευρώ (όσο περίπου είναι και το ασφάλισμα), που θα αξιοποιήσει την προμελέτη (επί του παρόντος) του αρχιτέκτονα, ομότιμου καθηγητή του ΕΜΠ Ιωάννη Λιακατά, μέλους του Δ.Σ. του Μουσείου, ο οποίος θα προχωρήσει στη σύνταξη πλήρους μελέτης».

Τα σινεμά Απόλλων και Αττικόν, μνημεία της σοβαρής ή σοβαροφανούς ψυχαγωγίας των Αθηναίων, εξέπεμπαν μια ρετρό ασφάλεια, μια ταυτόχρονη ατμόσφαιρα μεγαλείου και αστικής ευγένειας. Στις αίθουσές τους ήταν περισσότερα τα κασκόλ από τα ποπ κορν. Οι αίθουσες έμειναν κλειστές μετά τον εμπρησμό, παρ’ότι οι ζημιές που είχαν υποστεί περιορίζονταν στην πρόσοψη και την είσοδό τους. Έμειναν κλειστές ως μνημείο που θα υπενθυμίζει στον αστικό ιστό πόσο «επικίνδυνη» και καταστροφική μπορεί να γίνει μια λαϊκή κινητοποίηση. Τα τσίγκινα παραβάν υπογράφουν μια κοινωνία που δεν ανοικοδομείται, δεν έχει την έγνοια να σηκωθεί από το γονάτισμά της. Υπογράφουν μια πόλη που τη νοιάζει να ξεπουληθεί στους κονκισταδόρες των ιδρυμάτων για λίγα καθρεφτάκια.

Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις έκλεισε η δίκη για τη Μαρφίν, ξεμύτισε ο χορηγός ως σωτήρας για να καρπωθεί μια νίκη αστικού εκπολιτισμού φορώντας τη φανέλα του Δήμου, καταδηλώνοντας πως το μόνο δημόσιο αγαθό είναι πλέον ο φόβος.

Γράφτηκε από:
Κωστής Ζουλιάτης
Γιάννης Ιόλαος Μανιάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου