Ν.Ντερτιλής: «Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι»
Καυχιόταν για το καλό σημάδι και για την ύπαρξη του κτηνώδους χαρακτήρα του, όταν σήκωσε το όπλο και σκότωσε εν ψυχρώ τον Μιχάλη Μυρογιάννη. Στη δίκη του όμως, όπου έφαγε ισόβια, ήταν κότα και ισχυρίστηκε πως δεν σκότωσε κανέναν. Μπήκε φυλακή απ΄όπου δεν ξαναβγήκε ποτέ και έλεγε, ωστόσο «Εμένα το αποφυλακιστήριο θα μου το καρφώσουν στη κάσα», παρ΄όλο που είχε το «δικαίωμα» να ζητήσει χάρη. Αρνήθηκε να πάει ακόμη και στη κηδεία του γιου του, λέγοντας ότι «δεν θα νομιμοποιήσω αυτό το καθεστώς». Λίγες μέρες μετά, υπέστη εγκεφαλικό και μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό, όπου και ψόφησε.
Καθοριστική για την καταδίκη του, ήταν η μαρτυρία του προσωπικού οδηγού του, Αντώνη Αγριτέλη που προσήλθε στο δικαστήριο και κατέθεσε λεπτομερή αναφορά, ανατρέποντας τους ισχυρισμούς του Ντερτιλή πως δεν υπήρξε ποτέ οδηγός του.
Η μαρτυρία του οδηγού του Ντερτιλή:
«Είδα τον Ν. Ντερτιλή να βγάζει το περίστροφό του και να σκοτώνει ένα νεαρό στην οδό Πατησίων. Μια κόκκινη λιμνούλα από αίμα σχηματίστηκε γύρω από το κεφάλι του νεαρού στην άσφαλτο και μια ακόμα μικρότερη άσπρη από χυμένα μυαλά.»
Αναλυτικά η ένορκη βεβαίωση που κατατέθηκε στο Δικαστήριο έχει ως εξής:
«Ήμουνα προσωπικός οδηγός του Συνταγματάρχη Ντερτιλή.
Την Παρασκευή το απόγευμα (16ης Νοεμβρίου) τον παρέλαβα από το σπίτι του και τον μετέφερα με το τζιπ στην Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών στην οδό Σταδίου 10, γύρω στις 7 το βράδυ. Κατά τις 10 η ώρα βγήκε ο Ντερτιλής μαζί με κάποιον ανώτερο αξιωματικό της Αστυνομίας και έφυγαν. Πότε επέστρεψαν δεν τους αντελήφθην. Στις 4 ή 4:30 ξημερώνοντας Σάββατο παρέλαβα τον Ντερτιλή και τον μετέφερα από την ΑΣΔΕΝ στο Πολυτεχνείο με το τζιπ. Σταμάτησα κοντά στην κατεστραμμένη πύλη, ο Ντερτιλής κατέβηκε και συζητούσε με κάποιον αξιωματικό της Αστυνομίας.
Ξαφνικά αντελήφθην φασαρία και φωνές προς τη μεριά της διασταύρωσης Πατησίων και Στουρνάρα. Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί. Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός.
Μετά, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε “με παραδέχεσαι ρε; Σαράντα πέντε χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι”. Εγώ τα είχα χάσει και ήμουνα φοβερά ταραγμένος και φοβισμένος. Συνεχίσαμε προς την Πατησίων και φθάσαμε στο Μουσείο. Εκεί κάποιος υπάλληλος των τρόλεϋ ήταν μπλοκαρισμένος και οι αστυφύλακες του φώναζαν και τον έσπρωχναν.
Ο Ντερτιλής κατέβηκε απ’ το τζιπ, κόλλησε το περίστροφό του στο στομάχι του ανθρώπου και τον φοβέριζε ότι θα τον σκοτώσει αν δεν εξαφανιστεί. Μετά προχωρήσαμε προς τον ΟΤΕ όπου ευρίσκοντο αρκετοί πολίτες. Ο Ντερτιλής έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς. Από τον ΟΤΕ γυρίσαμε πίσω και φθάσαμε στα Χαυτεία ακριβώς έξω από τον ΜΠΡΑΒΟ. Ενώ δεν είχαμε σταματήσει ακόμη, ο Ντερτιλής αντελήφθη πάνω από τον Κινηματογράφο “Αλάσκα” πολίτες που είχαν αποκλεισθεί. Κατέβηκε αμέσως από το αυτοκίνητό του και διέταξε τους ΛΟΚατζήδες να κάνουν έφοδο και να τους πιάσουν.
Ο ίδιος έδινε διαταγές με το περίστροφο στο χέρι λέγοντας: “Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παληόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν;” Μετά από λίγο, οι ΛΟΚατζήδες κατέβασαν τριάντα περίπου άτομα και τους έβαλαν επάνω σε καμιόνια και τους πήραν. Από το σημείο εκείνο φύγαμε και πήγαμε στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου και Μάρνη, σε μια υπηρεσία της Χωροφυλακής. Το διεπίστωσα αυτό, γιατί μόλις κατέβηκε ο Ντερτιλής έτρεξαν οι Χωροφύλακες και τον υποδέχτηκαν. Αυτός όμως τους είπε, σαν να τους μάλωνε, “τι φοβάστε ρε; Βαράτε στο ψαχνό, εγώ έκανα την αρχή.”. Τότε κατάλαβα ότι είχε μαθευτεί η πράξις του Ντερτιλή. Μετά από μέρες με ρώτησε ο Ντερτιλής: “Θυμάσαι ρε, αυτόν που πυροβόλησα στο Πολυτεχνείο; Ε, τη γλύτωσε τελικά.” Φυσικά ήταν προφανής ο σκοπός του, ήθελε να απαλύνει την τρομερή εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει με τον φόνο που έκανε εν ψυχρώ και να τον λησμονήσω. Αλλά το φοβερό αυτό γεγονός θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Έκανα πως τον πίστεψα αλλά δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νεαρός ήταν νεκρός. Πράγμα που το διάβασα αργότερα στις εφημερίδες. Μετά από αρκετές μέρες μ’ έδιωχναν με δυσμενή μετάθεση στο Πολύκαστρο.
Με κάλεσε ο Ντερτιλής και μου είπε: “Παιδί μου, δεν πρέπει να ξεχνάς ένα πράγμα, ότι στην Υπηρεσία μας ό,τι ακούμε και ό,τι βλέπουμε μένει για την Υπηρεσία, δεν το λέμε αυτό ούτε στην μάνα μας.” Κατάλαβα τι εννοούσε. Η μετάθεσή μου στο Πολύκαστρο γινόταν επειδή ήμουν προσωπικός οδηγός του Ντερτιλή. Την δικαιολόγησαν όμως ότι είχα σπάσει τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του και για τιμωρία έπαιρνα την μετάθεση αυτή. Επίσης, θέλω να προσθέσω ότι κατά την διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου ο Ντερτιλής έλεγε συνεχώς σε όποιον συναντούσε, “βαράτε στο ψαχνό”. Έλεγε ακόμη σε μερικούς άλλους ότι: “Όταν δείτε τέσσερα, άτομα τον έναν να τον σκοτώνετε και τους τρεις να τους βάζετε στο καμιόνι”.»
Θυμάμαι τα τελευταία του λόγια: "Μάνα, πόσο όμορφη είναι η ζωή. Μάνα, τι ωραία λόγια έχει ο Εθνικός μας Ύμνος".
Κι όταν του είπα, μη βγεις αγόρι μου σήμερα, μου απάντησε με το τραγούδι: "Κράτα, μάνα, και θα γίνει το μεγάλο πήδημα, λευτεριά και ρωμιοσύνη είναι αδέρφια δίδυμα".
Θυμάμαι και κάτι ακόμα: Εκείνο το πρωί όσες φορές έπαιρνα νερό, κι έβγαινα στην αυλή να ποτίσω τις γλάστρες με τα λουλούδια, έτρεχε και με φιλούσε. Τότε δεν μπορούσα να εξηγήσω το γιατί. Τα δεχόμουν όλα αμίλητη και περήφανη. Τώρα ξέρω γιατί. Τώρα που έχω μείνει με ένα χαρτί στο χέρι που λέει: "Διαμπερές τραύμα στο κεφάλι, βληθείς δια πυροβόλου όπλου, έξοδος εγκεφαλικής ουσίας".
Κι όταν πια η μοναξιά, η πίκρα, ο πόνος, γίνονται αγανάκτηση, είναι σαν να ακούω τη φωνή του να μου λέει: "Μάνα, δεν πέθανα. Το αίμα μου σας ελευθέρωσε".
Και τότε σκέπτομαι και ευχαριστώ όλους εκείνους που τον τίμησαν και τον τιμούν με οποιοδήποτε τρόπο. Και βλέπω τη μορφή της προτομής του, που βρίσκεται στη Μυτιλήνη, να μου χαμογελά».
Διαβάστε την επιστολή της μάνας του Μιχάλη Μυρογιάννη, όπως δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία.
«Πριν 10 χρόνια, αυτή τη μέρα, είχα κι εγώ ένα παλικάρι, που έφυγε να πάει στο Πολυτεχνείο και από τότε δεν ξαναγύρισε.Θυμάμαι τα τελευταία του λόγια: "Μάνα, πόσο όμορφη είναι η ζωή. Μάνα, τι ωραία λόγια έχει ο Εθνικός μας Ύμνος".
Κι όταν του είπα, μη βγεις αγόρι μου σήμερα, μου απάντησε με το τραγούδι: "Κράτα, μάνα, και θα γίνει το μεγάλο πήδημα, λευτεριά και ρωμιοσύνη είναι αδέρφια δίδυμα".
Θυμάμαι και κάτι ακόμα: Εκείνο το πρωί όσες φορές έπαιρνα νερό, κι έβγαινα στην αυλή να ποτίσω τις γλάστρες με τα λουλούδια, έτρεχε και με φιλούσε. Τότε δεν μπορούσα να εξηγήσω το γιατί. Τα δεχόμουν όλα αμίλητη και περήφανη. Τώρα ξέρω γιατί. Τώρα που έχω μείνει με ένα χαρτί στο χέρι που λέει: "Διαμπερές τραύμα στο κεφάλι, βληθείς δια πυροβόλου όπλου, έξοδος εγκεφαλικής ουσίας".
Κι όταν πια η μοναξιά, η πίκρα, ο πόνος, γίνονται αγανάκτηση, είναι σαν να ακούω τη φωνή του να μου λέει: "Μάνα, δεν πέθανα. Το αίμα μου σας ελευθέρωσε".
Και τότε σκέπτομαι και ευχαριστώ όλους εκείνους που τον τίμησαν και τον τιμούν με οποιοδήποτε τρόπο. Και βλέπω τη μορφή της προτομής του, που βρίσκεται στη Μυτιλήνη, να μου χαμογελά».
Κείμενα-Παρουσίαση: Χρήστος Ζουλιάτης
ΔΕΙΤΕ το βίντεο όπου μιλάνε οι γονείς του Μιχάλη Μυρογιάννη και Διομήδη Κομνηνού. Βίντεο του Λάζαρου Τσιόπου
********************************************************************************
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου