Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Χρίστος Σαμαντάς: Ο Μίκης Θεοδωράκης, αδιαφιλονίκητος μέντοράς μας στην πολιτική συνείδηση και στους κοινωνικούς αγώνες. Ένα σκαλοπάτι κάτω απ΄το Θεό.

…ΘΑ ΣΗΜΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΑΜΠΑΝΕΣ του Χρίστου Σαμαντά
Αποτελεί κοινό τόπο η άποψη ότι υπάρχουν εξέχοντες άνθρωποι –μερικοί από αυτούς σύμβολα - ταγοί της Τέχνης, του πνεύματος, της πολιτικής, του αθλητισμού, που πολλοί θα ήθελαν να τους προσεγγίσουν, να τους σφίξουν το χέρι, να ανταλλάξουν μαζί τους δυο κουβέντες, ώστε να γίνει ο «μύθος» απτή πραγματικότητα. Αν αυτό είναι σχετικά εφικτό, μπορεί κανείς να το επιδιώξει με επιτυχία και τότε γεμίζει, βέβαια, την ψυχή του, αλλά χάνει το στοιχείο της έκπληξης. 

Πολλές φορές μάλιστα, κάνοντας λανθασμένη αφαίρεση, νομίζουμε ότι στον κόσμο υπάρχει μόνον εκείνος κι η αφεντιά μας, οπότε γινόμαστε γραφικοί και ενοχλητικοί για το πρότυπό μας, θεωρώντας το όποιο τυπικό αυτόγραφο πολύ ευτελές δώρο. Αξίζει όμως να δούμε την περίπτωση που γίνεται κάποιος αναπάντεχα κοινωνός μιας τέτοιας εξέχουσας συνάντησης. Κι όταν κάτι επιθυμεί κανείς διακαώς, όλα τα παράλληλα σύμπαντα συνωμοτούν για την πραγματοποίησή του, αν πιστέψουμε τον Πάολο Κοέλιο. 

Καλοκαίρι του ’73, φοιτητής ων και άφραγκος, κατόρθωσα με μια αθώα πλαστογραφία του πιστοποιητικού απορίας που το χρησιμοποιούσα για τη σίτιση -αμαρτία εξομολογημένη δεν είναι αμαρτία - να κερδίσω με λίγα χρήματα μια θέση στην πολυήμερη εκδρομή της σχολής μου στο εξωτερικό. Μα τι εκδρομή κι αυτή! Από το ζόρι και την πίεση που μας ασκούσε η Χούντα, όταν βγήκαμε από τα σύνορα, νιώσαμε ένα αέρα πρόσκαιρης ελευθερίας και απόλυτης ξεγνοιασιάς. Ήταν άλλωστε και το παρθενικό μου ταξίδι προς στην Ευρώπη, όπου όλα μου φαίνονταν παράξενα και προς ανίχνευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν ήθελα να κοιμηθώ, για να μη στερηθώ τις απανωτές καθημερινές εκπλήξεις από υπαίθρια θεάματα, εντυπωσιακές κατασκευές, μουσεία, ιστορικά πανεπιστήμια και αντιδράσεις των απλών ανθρώπων.

Στο μέσον του οδοιπορικού βρεθήκαμε στο ολόφωτο Παρίσι και η θορυβώδης παρέα επισκέφθηκε το πρώτο βράδυ –τι άλλο;- την περίφημη Πλας Πιγκάλ με τα πορνοσόπ και την ξέφρενη μεθυσμένη νεολαία. Εκεί που καλαμπουρίζαμε με τις ελληνικούρες μας στη διαπασών, συναντάμε ένα μεστωμένο παλικάρι, παρέα με μια παχουλή κοπελίτσα περίπου δεκαπέντε ετών, που χαρούμενοι μάς χαιρέτησαν στα ελληνικά και χωρατεύοντας φτάσαμε στις συστάσεις. Το παλικάρι συστήθηκε ως Αντώνης και το πρώτο μπουζούκι στην ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη. Η κοπέλα κοκκίνισε λίγο και μας είπε συνεσταλμένα ότι είναι η Μαργαρίτα Θεοδωράκη - ναι, η χιλιοτραγουδισμένη κόρη του Μίκη! Είναι αλήθεια ότι, χωρίς να τους το δείξουμε, δεν τους πιστέψαμε. Όταν αποχαιρετιστήκαμε για το αντίο, η συστηθείσα ως κόρη (;) του Μίκη μάς λέει ότι «ο μπαμπάς χαίρεται πολύ όταν συναντάει Έλληνες. Βρίσκεται καθημερινά στην οδό Αούστερλιτς 22, όπου κάνει πρόβες με την ορχήστρα του». Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας συνωμοτικά, κάνοντας όλοι την ίδια σκέψη: «Βρε, μπας και δεν μας δουλεύουν τα καλόπαιδα;». Απομονώσαμε λοιπόν τεχνηέντως τον έναν της παρέας, που υποπτευόμασταν ως χουντικό καρφί και όλη τη νύχτα την περάσαμε σε ένα δωμάτιο με ένα συγκρατημένο ενθουσιασμό, αλλά και ανησυχία να μη μαθευτεί από τους υπόλοιπους συμφοιτητές μας. Και ψέματα να μας είχαν πει, φτάνει που νιώσαμε για λίγο τέτοια υπέροχη ανατριχίλα. Διότι ο Μίκης για όλους τους Έλληνες εκείνης της εποχής, πόσο μάλλον για την φοιτητιώσα νεολαία, ήταν το σύμβολο της αντίστασης κατά των συνταγματαρχών. Για την αποφυλάκισή του και, στη συνέχεια, την εθελουσία εξορία του στο Παρίσι, είχε πατήσει πόδι η παγκόσμια πολιτική σκηνή και η παγκόσμια διανόηση. Τα τραγούδια του, αν και απαγορευμένα, ήταν διαρκώς στα χείλη μας, αφού με την πρώτη φορά που τα ακούγαμε από τη Ντόιτσε Βέλε, τη Μόσχα, το Παρίσι, το BBC, όχι μόνον τα μαθαίναμε ακαριαία, αλλά λειτουργούσαν και ως φίλτρο επαναστατικότητας. «Σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες» ήταν ο ύμνος και το σύνθημα συντροφικότητας. Πόσο δεν έχουμε συγκινηθεί με τα τραγούδια του! Ο Μίκης υπήρξε ο αδιαφιλονίκητος μέντοράς μας στην πολιτική συνείδηση και στους κοινωνικούς αγώνες. Ήταν για μας τούτος ο κολοσσός κυριολεκτικά ένα σκαλοπατάκι κάτω από τον Θεό!!! Άκου να συναντήσουμε εμείς οι ανώνυμοι θνητοί τον Μίκη!!! 



Καταστρώσαμε, λοιπόν, σχέδιο απόδρασης από τις ομαδικές ξεναγήσεις, φορέσαμε τα καλά μας και, πατώντας στα νύχια από αμηχανία ή από κάποιον άλλο ανεξήγητο λόγο, πήραμε το μετρό για το προμελετημένο στίγμα. Ωστόσο είχαμε και κάποιον ενδοιασμό για μια πιθανή φάρσα. Ήταν πρωί Κυριακής 22ας Ιουλίου, με μουντό καιρό και βαδίζαμε στο πλακόστρωτο σιωπηλοί προς την … Ιθάκη. Η περιοχή ήταν παλιά συνοικία με βιοτεχνίες παρά κατοικίες. Σταθήκαμε μπρος σε μια τεράστια κλειστή αυλόπορτα και προς στιγμήν, αποθαρρυνθήκαμε από την φαινομενική «απροθυμία» της πόρτας για την είσοδό μας. Ευτυχώς, με ομαδικό συντονισμένο σπρώξιμο κυριεύσαμε κατά κράτος μια παραδείσια από μελωδίες εσωτερική αυλή. Τι ήταν τούτο Θεέ μου!!! Η αντήχηση, που δημιουργούσαν τα υπερυψωμένα γύρω κτίρια, υπερτόνιζε το μεγαλείο της καλύτερης λειτουργίας, που έχω ως τώρα ακούσει. Τσιμπηθήκαμε, για να συνέλθουμε από την παρισινή πρωινή μέθεξη. Ποιος σκηνοθέτης θα πετύχαινε τέτοιο κινηματογραφικό πλάνο με τους αυθεντικούς ηθοποιούς; Προχωρήσαμε άφωνοι δειλά, όπως οι ιέρειες στην Ολυμπία, με πρώτη την αφεντιά μου, και στα αριστερά μας αντικρίσαμε ανοιχτή την πόρτα ενός ισογείου, απ’ όπου ξεπηδούσε η πλημμυρίδα από τις εξαίσιες μουσικές! Η καρδιά μου πήγε να φύγει από τη θέση της, σαν είδα τρεμάμενος μισόκρυφα έναν γίγαντα όρθιο κι αναμαλλιασμένο να κουνάει με νευρικό ρυθμό τα χέρια του. Το δωμάτιο ήταν πολύ μικρό, αραχνιασμένο και βρώμικο, με ένα πιάνο στη γωνιά, όπου έπαιζε ο αείμνηστος Γιάννης Διδίλης, ένα μπαούλο που καθόταν και τραγουδούσε με περίσσιο οίστρο η Μαρία Φαραντούρη, ενώ τα υπόλοιπα όργανα της λαϊκής ορχήστρας συνωθούνταν από χωροταξική ανάγκη. Κάτω στο πάτωμα, ακουμπώντας στον τοίχο, κάθονταν ο Πέτρος Πανδής και η Αφροδίτη Μάνου, περιμένοντας τη σειρά τους για τα επόμενα τραγούδια. Αυτοί μας καλωσόρισαν με νεύματα και μας υπέδειξαν να καθίσουμε κι εμείς κάτω. Ήταν η γενική πρόβα πριν από τη συναυλία της Στοκχόλμης, με κύριο έργο το Κάντο Χενεράλ.

Καρνέζης, Διδίλης, Φαραντούρη, Σαρέλας, Κωστούλης, Λαβράνος και Μανιάτης δεν φαίνονται, Παπαγγελίδης,
 Μωραΐτης, Πετσάς (πίσω)-Από την πρόβα στο ΖΟΟΜ για τις συναυλίες στο γήπεδο Καραϊσκάκη τον Οκτώβρη του 1974

Καθηλωθήκαμε αμίλητοι για πεντέξι συμβατικές ώρες. Λέω συμβατικές, διότι ο χρόνος ως πρωταρχική έννοια μπορεί στην καθημερινότητα των ανθρώπων να θεωρείται αντικειμενικά φυσικό μέγεθος, ωστόσο η καρδιά μας, όταν απρόσμενα συγκλονίζεται, τον κάνει λάστιχο, οπότε συναγωνίζεται την αιωνιότητα και καταργεί τα ψυχοφθόρα ρολόγια. Σε κάποιο διάλειμμα μάς χαιρέτησε έναν έναν εγκάρδια ο δικός μας Μίκης. Με έκδηλη εκ μέρους του νοσταλγία συζητήσαμε αρκετά για την Ελλάδα -που και τότε, προπάντων τότε, μας πλήγωνε ιδιαίτερα- δίνοντας στον καθένα μας ως δώρο από μια κασέτα με τραγούδια από τον δίσκο «Ένας Όμηρος» σε ποίηση του Ιρλανδού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Μπρένταν Μπήαμ. Παραμένει τα ακριβότερο δώρο, αν και, ως δανεικό σε κάποιον φίλο, δεν μου επιστράφηκε ποτέ. Στο τέλος, αφήσαμε στην οδό Αούστερλιτς την καρδιά μας και με ευγενική συντροφιά τους τρεις τραγουδιστές πήραμε το δρόμο για τον Πύργο του Άιφελ να συναντήσουμε την υπόλοιπη ομάδα. Μου έκανε, μάλιστα, εντύπωση το πόσο προσγειωμένοι και σεμνοί καλλιτέχνες ήταν αυτοί, που αλώνιζαν τραγουδώντας με τον ενθουσιώδη Μίκη στα μεγαλύτερα κονσερβατουάρ του κόσμου! 

Καρνέζης, Μητσιάς, Κωστούλης, Σαρέλας, Λαβράνος, Μωραΐτης, Μανιάτης, Παπαγγελίδης (δεν φαίνεται), Πετσάς,
Γιάννης Διδίλης (δεν φαίνεται)-Συναυλία στο γήπεδο Καραϊσκάκη τον Οκτώβρη του 1974.

Όταν έπεσε η Χούντα, εμείς περιμέναμε εναγωνίως τη θριαμβευτική επιστροφή του Θεοδωράκη στην πατρίδα. Εκείνον τον Αύγουστο με το που ήρθε, έδωκε τη μεγάλη κι ανεπανάληπτη από συναίσθημα συναυλία στο κατάμεστο στάδιο Καραϊσκάκη. Περισσότερο κλαίγαμε παρά ακούγαμε, καθισμένοι ως υπεράριθμοι ανακούρκουδα στο χόρτο του σταδίου. Με το που τέλειωσε η συναυλία περασμένα μεσάνυχτα, η τότε πολιτεία, μάλλον μικρόψυχα, δεν έδειξε την ανάλογη προθυμία για εξυπηρέτηση επιστροφής του κόσμου προς την Αθήνα με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο. Δεν μας πείραξε όμως καθόλου αυτό, αφού φτάσαμε πεζή από τον Πειραιά ως το Παγκράτι αγκαλιασμένοι και συν-άδοντας. Ποιος άλλος θα μπορούσε να μας προσφέρει τέτοιες προσωπικές ιστορικές στιγμές; 

Πέτρος Πανδής, Μαρία Φαραντούρη, Μίκης Θεδωράκης, Αντώνης Καλογιάννης, Μανώλης Μητσιάς, Γιώργος Θεοδωράκης και Γιώργος Νταλάρας
Γήπεδο Καραϊσκάκη-Οκτώβρης 1974

Αργότερα, το 1990, μια ευτυχής πάλι συγκυρία με έφερε εκ νέου κοντά στον Πέτρο Πανδή, αυτόν τον πολύ αξιόλογο κι ευαίσθητο ερμηνευτή, που αντιστάθηκε με σθένος στην παρακμή. Ήταν καλοκαίρι και η ορχήστρα του Θεοδωράκη με τη συμφωνική ορχήστρα της ΕΡΤ έδινε συναυλίας σε διάφορες πόλεις ενάντια στα ναρκωτικά. Εγώ, ως χορδιστής πιάνων κλήθηκα να συντονίσω αυτό το τέλειο όργανο και συνεκδοχικά όλη την ορχήστρα. Έκτοτε κρατάει μεταξύ μας ως αξεθύμαστη κολόνια μια όμορφη φιλία. 
Ο Μίκης, βέβαια, που έγινε η γέφυρα γι’ αυτή τη φιλία, παραμένει μέγα κεφάλαιο για την Ελλάδα και τον παγκόσμιο πολιτισμό. Είναι η ενσάρκωση του θρυλικού Ζορμπά και ίσως γι’ αυτό κέντησε περίτεχνα το ομώνυμο ορχηστρικό κομμάτι, που αμφιβάλλω αν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να μην το ξέρει. Και φανταστείτε πόσο άδειος θα φάνταζα σήμερα, αν δεν πλαστογραφούσα εκείνο το πιστοποιητικό απορίας! 
Χρίστος Σαμαντάς ---> facebook


Χιλιάδες τραγούδια του Μίκη---> ΕΔΩ

Φωτογραφίες-Επιμέλεια-Παρουσίαση: Χρήστος Ζουλιάτης ---> facebook

4 σχόλια:

  1. Ο Μίκης έχει μία ισχυρή, αχόρταγη ψυχή, που πάντα αγωνίζεται για μεγαλύτερα ύψη. Κι έχει μία παντοδύναμη κι ευαίσθητη καρδιά, που πάντα χτυπάει για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Αυτά κυριαρχούν στην προσωπικότητά του κι αυτά τον έκαναν μεγάλο δημιουργό, που στήριξε με τη μουσική και τα τραγούδια του έναν ολόκληρο λαό σε χρόνα πέτρινα, σε χρόνια δύσκολα, σε χρόνια, που ακόμη κι η ανάσα προκαλούσε πόνο, γιατί συνόδευε τον αναστεναγμό. Η αφήγηση του Χρίστου Σαμαντά μας συνεπαίρνει, μας μεταφέρει σ' εκείνο το κλίμα, μας περιγράφει το συναισθηματικό κόσμο του νέου, που έρχεται από μία πατρίδα, που προσπαθεί να σταθεί στα πόδια της αλύγιστα και στο πρόσωπο του Μίκη βλέπει τη δύναμη, που θα μπορούσε να εμπνεύσει τους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, ώστε να ανατραπεί όσο το δυνατόν συντομότερα η οδυνηρή πραγματικότητα. Έξοχο κείμενο και ιδιαίτερα συγκινητικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο πόλεμος στην δεξιά θάπρεπε να είναι αμείληκτος και τα τραγούδια να ακούγονται κάθε μέρα και τώρα όπως και τότε! Μάλλον κουραστήκαμε!Τα τραγούδια του είναι όπως το οξυγόνο της ζωής! Κάποια πράγματα είναι οι χαρές και οι αλήθειες της ζωής μας! Τάχαμε πλουσιοπάροχα μέσα στις αγωνίες και τον αγώνα μας!Όχι μόνον μουσική και τραγούδια αλλά μαθήματα ζωής!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή