Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ και ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: Έτσι δημιουργήσαμε το «Άξιον Εστί». Άγνωστες πτυχές για την ολοκλήρωσή του

ΑΞΙΟΝ  ΕΣΤΙ

«Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνες και δροσοσταλίδες, χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους esthetes που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και της ελπίδες της Ρωμιοσύνης».
Μίκης Θεοδωράκης Αθήνα 1964











Το «Άξιον Εστί» γράφτηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη το 1959 και εκδόθηκε έναν χρόνο αργότερα.
Το 1964, ο Μίκης Θεοδωράκης αναλαμβάνει να μελοποιήσει αποσπάσματα από το «Άξιον Εστί» σε συνεργασία με τον Οδυσσέα Ελύτη. 
Στο τελικό έργο συμμετείχαν
Σολίστ: Γρηγόρης Μπιθικότσης, Μάνος Κατράκης, Θεόδωρος Δημήτριεφ.
Συμμετείχαν η Μικρή Ορχήστρα Αθηνών και η Χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου.
Διεύθυνση Ορχήστρας και Χορωδίας ο Μίκης Θεοδωράκης
Ας δούμε τι λέει ο Οδυσσέας Ελύτης και πιο ήταν το έναυσμα  για να γράψει αυτό το επικό έργο που έμελλε να μείνει στην ιστορία σαν το πιο ολοκληρωμένο ορατόριο, όπου εξιστορούνται τα πάθη και οι ελπίδες ενός βασανισμένου λαού.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: 
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην
Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. 

Οδυσσέας Ελύτης (κέντρο) στο Αλβανικό μέτωπο

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια, εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Οδυσσέας Ελύτης

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ για τον Οδυσσέα Ελύτη:
Ο Οδυσσέας Ελύτης ήρθε να καταγράψει με τον ποιητικό λόγο του το αποκορύφωμα και το απόσταγμα ενός τιτάνιου
ψυχικού, πνευματικού και ηθικού αγώνα μιας φυλής, που της έλαχε κάποτε ο κλήρος του πρωτοπόρου μέσα στην παγκόσμια εποποιία της ανθρώπινης κοινωνίας. Μετά την παρακμή φάνηκε να αχνοροδίζει η αυγή μιας καινούργιας εθνικής αναγέννησης. Σ' αυτό βοήθησαν οι εχθροί και οι βάρβαροι, γιατί ο Έλληνας ξυπνά, όταν τα όρια της ντροπής και της βίας έχουν φτάσει στο εσχατο τους σημείο. Γεννήθηκε τότε μια «ποιητική» βιωματική των απλών ανθρώπων. Δηλαδή γέμισε ο τόπος με ανθρώπινες πράξεις, που με την υπέρβαση και τον οίστρο της αυτοκαταστροφής η της Θυσίας ήσαν αυτές καθ' εαυτές ανθρώπινα ποιήματα. Γεγονός που οδήγησε τους ποιητές στην καταγραφή αυτού του έπους με νέα σύμβολα αντάξια της βιωμένης ποιητικής. Έτσι. γεννήθηκε το «Άξιον Εστί». Γιατί ο Ελύτης; Τότε γιατί ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Δαμασκηνός και ο Κορνάρος; Γιατί ο Σολωμός;
Χρειάζονται ίσως βαθείς ρίζες, που να εισχωρούν ως τες εσχατιές της ουσίας των πραγμάτων και ευαίσθητες κεραίες, που να δονούνται στους μυστικούς κραδασμούς της συλλογικής ευαισθησίας... Μνήμη και Προοπτική. Ενόραση και Όραμα. Η ιδανική μορφή του ιδανικού νεοέλληνα είδε τον εαυτό της στον «καθρέφτη» του «Άξιον Εστί». Κι όταν οι χαλεποί καιροί μεταβάλανε τη μορφή αύτη τού νεοέλληνα σε καρικατούρα, μείναν οι Στίχοι του ποιητή, πού με θεϊκή χάρη βρέθηκε στο μονοπάτι του χρόνου, πάνω στη διακλάδωση, να δει και να μιλήσει. Για πάντα! Η πομπή δεν ακολούθησε το δρόμο, που εκείνος χάραξε. Δεν τράβηξε μπροστά. Γλιστρώντας πάνω σε λάσπες από μαρμελάδα που κατηφορίζαν, ο ι νεοέλληνες χαίρονταν το ανέμελο, το άκοπο, το ανέξοδο και προπάντων το ανεύθυνο «ταξίδι» της τσουλήθρας προς το τίποτα.
Γι' αυτό το «Άξιον Εστί» κι όλος ο κόσμος γύρω του, πνευματικός και ηθικός, μένουν σήμερα μετέωρα. Σημάδια ενός πολιτισμού, που μόλις κατάφερε να ανθοφορίσει σε μια βραχύβια Άνοιξη, που ζει σαν όνειρο στη σκέψη μόνο όσων αρνήθηκαν τον ξεπεσμό. 

ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΓΙΑ ΤΟ «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ»
Κάποιο  μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο ΠΑΛΛΑΣ, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, πρόσθεσε:
- Τελείωσα το «Άξιον Εστί», το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…
Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα : Rue de la Fontaine au Roi («Βασιλική Πηγή»! Πιο συμβολική ονομασία δεν μπορούσε πράγματι να βρεθεί για κείνη την εποχή).
Δεν πέρασε μήνας κι ο παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη.

Εξώφυλλο Γιάννη Τσαρούχη
 Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο. Μετά συνειδητοποίησα πως η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ, ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ, ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ, ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ, ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ΄ΟΥΡΑΝΟΥ… με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική. Η κουζίνα δεν μας χωρούσε ούτε όρθιους. Η μπανιέρα ήταν φουσκωτή. Το αποχωρητήριο στην αυλή της πολυκατοικίας και το υπνοδωμάτιο μόλις και μετά βίας χωρούσε το κρεβάτι μας. Πρέπει ακόμα να πω ότι τα περισσότερα έπιπλα τα φτιάξαμε οι ίδιοι με υλικά που αγοράσαμε από το σουπερμάρκετ.

Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα : Το ένα ήραν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστερού ψάλτη. Τρία βασικά στοιχεία και στις δύο περιπτώσεις. Αυτά υπήρχαν στο ποίημα του Ελύτη. Έπρεπε τώρα η τελική επιλογή μου να επεκταθεί σε όλο το έργο, ώστε να μη χαθεί η ενότητά του και να μην προδοθεί ο στόχος του ποιητή : Η ΓΕΝΕΣΙΣ, ΤΑ ΠΑΘΗ και ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται αναλογικά έτσι ώστε να μη χαλάσει η ισορροπία του έργου.

Όλες μου αυτές τις σκέψεις άρχισα να τις γράφω και να τις στέλνω στον Ελύτη. Εκείνος μου απαντούσε… Το έργο προχωρούσε… Όμως ήμουν τάχα ώριμος για να περάσω απ΄το Τραγούδι και τον Κύκλο Τραγουδιών στο Ορατόριο; Θα χρησιμοποιούσα συμφωνική ορχήστρα; Και πως; Θα έβαζα και χορωδία; Με ποια εναρμόνιση; Ποιες άλλες τεχνικές; Άντεχε τάχα η αντίστιξη σ΄ένα έργο που ήθελα να παραμείνει λαϊκό;
Έχω γράψει έκτοτε πολλά για το «Άξιον Εστί». Εδώ σ΄αυτές τις «βιογραφικές»  σημειώσεις, που αφορούν την ταυτότητα των έργων και κυρίως τις συνθήκες μέσα στις οποίες γράφτηκαν, δεν έχω να πω πολλά πράγματα. Όπως βλέπετε, το βάζω τελευταίο στην Α΄Περίοδο (1960-1965), γιατί πράγματι τότε –δηλαδή τέλος του ΄60 και αρχές του ΄61- άρχισε και τέλειωσε η σύνθεσή του, όμως για να το ολοκληρώσω, χρειάστηκα άλλα τρία χρόνια.

Εκ των υστέρων παρατηρώ ότι η ενορχήστρωση μπορεί να ήταν πιο σωστή και ενδεδειγμένη, στα όριά της, ώστε να μη χαθεί ο «ελληνολαϊκός» χαρακτήρας, που κυριαρχούσε τότε στις συνθέσεις μου. Είχε όμως πολλές προχειρότητες, που δείχνουν ότι μου έλειπε ο χρόνος που απαιτεί η δουλειά της ενορχήστρωσης… Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω το ρυθμό της ζωής μου εκείνο τον καιρό, θα ΄λεγα ¨χωρίς ανάσα¨.
Μουσική φιλμ στο Λονδίνο, αρχαίες τραγωδίες στην Επίδαυρο, φωνοληψίες στην Αθήνα, περιοδείες στην Ελλάδα, θεατρικά έργα μέσα στην ίδια περίοδο (ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ, ΕΝΑΣ ΟΜΗΡΟΣ, ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ και ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΗ, μόνο από το καλοκαίρι του 1962 ως το επόμενο καλοκαίρι του 1963), δημιουργία της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών (1962).
Στην πολιτική, η κίνηση ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ και τέλος, στο αποκορύφωμα μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, το Κίνημα των Λαμπράκηδων και η εκλογή μου ως Βουλευτού Πειραιώς (1964). Η πρώτη εκτέλεση του «Άξιον Εστί» τον Μάρτιο του 1964 στο REX συμπίπτει με τις εκλογές, στις οποίες πήρα μέρος κι εγώ, υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΑ στη Β΄Πειραιώς, στην έδρα του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το «Άξιον Εστί» το έπαιζα συχνά στο πιάνο απ΄το 1962 και πέρα, που εγκατασταθήκαμε στο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη. Θυμάμαι μια ξεχωριστή ακρόαση : ο Γιώργος Σαββίδης και η γυναίκα του η Λένα, μαζί τους νομίζω κι ο Λέων Καραπαναγιώτης, που θέλανε σώνει και καλά να το μαγνητοφωνήσουν. Πρέπει να υπάρχει αυτή η ταινία σε μεγάλο revox, που ζύγιζε πολλά κιλά και που το κουβάλησαν για το σκοπό αυτό. Εκτός και αν την έχει καταστρέψει ο σκόρος των παθών μας.

Πρόβα στο θέατρο ΡΕΞ (1964)

Δεν ήταν όμως μόνο οι δικοί μου προβληματισμοί που καθυστέρησαν τόσο πολύ την παρουσίαση του έργου. Ήταν κυρίως, θα΄λεγα, το γεγονός ότι δεν ήθελα να χάσω την επαφή μου με το μεγάλο κοινό, που περίμενε με πάθος, ποιο θα ήταν το επόμενο έργο μου. Πρωτομίλησα στον Πηλιχό απ΄τα 1960 κιόλας για το «Άξιον Εστί».
Στο μεταξύ, το κοινό που αγαπούσε τη μουσική μου πλήθαινε συνεχώς, μα προπαντός ωρίμαζε. Έργα, όπως ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, έδειχναν καθαρά πως σκοπός μου ήταν να πάω πιο μακριά, σε νέες φόρμες μουσικές και σε αναζητήσεις ιδεολογικές. Πρέπει να πω ότι υπήρξε μεγάλη ζύμωση, χάρη –όπως τόνισα- στην ύπαρξη φωτισμένων δημοσιογράφων, που τους συγκαταλέγω πάντα μέσα στους βασικούς παράγοντες για την επιτυχία εκείνης της προσπάθειας. Στα 1962, με την ίδρυση της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, το κοινό μου, δηλαδή οι απλοί πολίτες, αρχίζουν να μυούνται στη συμφωνική μουσική. Δεν ήταν μια απλή επιθυμία μου να διευθύνω συμφωνικά έργα. Το έκανα γιατί θεωρούσα ότι η μύηση του απλού ακροατή στον συμφωνικό ήχο και τις συμφωνικές φόρμες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να κατανοήσει έργα όπως το «Άξιον Εστί». Δηλαδή έντεχνα έργα κι από την άποψη του λόγου κι απ΄το πρίσμα του ήχου, που όμως έπρεπε να στηρίζονται γερά πάνω στη ζωντανή παράδοση, όπως την εξέφραζε εκείνη την εποχή ένα λαϊκό κοινό, ευαίσθητο, ευγενικό, διψασμένο για ομορφιά και αλήθεια, πράγματα που γεννούσαν μέσα του μια πρωτόφαντη ψυχική δυναμική. Έτσι, όταν έπεσε σαν σπόρος το «Άξιον Εστί», έπεσε μέσα σε πλούσιο και εύφορο χώμα.

Το Άξιον Εστί στο Θέατρο Κοτοπούλη 19-10-1964

Όταν από δικής μου πλευράς όλα ήταν έτοιμα –περί το τέλος του 1963- μίλησα στην Εταιρεία για τη δισκογράφηση. Και, ω! της μεγάλης εκπλήξεως, εκείνη είπε όχι! Τους λόγους (οικονομικούς; πολιτικούς;) τους παραμερίζω αυτή τη στιγμή. Τι να κάνω; Στο συμβόλαιό μου υπήρχε μια παράγραφος, που υποχρέωνε την Εταιρεία να δισκογραφεί ένα μεγάλο συμφωνικό μου έργο κάθε χρόνο. Έτσι είχε γίνει με τη ΣΟΥΙΤΑ Νο 1, που ηχογραφήθηκε στα 1961 στο Στρασβούργο με τον Σαρλ Μπρυκ και κυκλοφόρησε στην Αθήνα. Αργότερα ηχογραφήσαμε τις 2 ΣΟΝΑΤΙΝΕΣ για πιάνο, το ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ και το ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΡΑΝΟΣ. Έτσι, σχεδόν μπροστά στην πόρτα των δικαστηρίων, η Εταιρεία υποχρεώθηκε με βαριά καρδιά να δεχτεί την ηχογράφηση ενός έργου, που όπως αποδείχθηκε, θα γέμιζε τα ταμεία της. Για πολλούς αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το «Άξιον Εστί» έγινε το πιο εμπορικό από όλα μου τα έργα. Όχι όμως για μένα. Γιατί είχα δουλέψει επίμονα και σωστά προετοιμάζοντας το κοινό, έτσι που να μην μπορεί να πει κανείς αν το κοινό εκείνου του καιρού ήταν άξιον του έργου ή το έργο άξιον του κοινού. («Άξιον το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ σου», μου έγραψε ο Γεώργιος Παπανδρέου, όταν άκουσε το δίσκο. «Όμως ανάξιο να ανήκεις στην παράταξη εκείνη που αρνείται την Ελευθερίαν, την οποίαν υμνείς»).


ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ / ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ / ΓΡΑΜΜΑΤΑ / ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ: Προσπάθησα να βρω μια χορωδία που να τραγουδά όσο γίνεται πιο απλά. Η Θάλεια Βυζαντίου κατανόησε ευθύς το έργο και την πρόθεσή μου αυτή. Ο Χορός ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν οι φωνές οι συνηθισμένες, όταν τραγουδούσαν σε παρέες όλοι μαζί. Γιατί θα πρέπει να πω εδώ, ότι εκείνη την εποχή τύχαινε ν΄ακούω τραγούδια μου σε υπέροχες εκτελέσεις, όχι μόνο στις ταβέρνες και στις συγκεντρώσεις, αλλά τη νύχτα σε καντάδες στους σκοτεινούς δρόμους, ιδιαίτερα στην επαρχία, όπου οι τραγουδιστές ήσαν δεκάδες. Έτσι θα μου μείνει αξέχαστη μια βραδιά στο Αγρίνιο, στα 1966, που μετά από κάποια συνεστίαση, βγαίνοντας από το εστιατόριο, βρεθήκαμε μπροστά σε μια παρόμοια συντροφιά, που τραγουδούσε χορωδιακά το ΡΟΔΟΣΤΑΜΟ. Αξέχαστο είναι επίσης για όσους ζήσαμε στον Ωρωπό, κάποιο βράδυ, που καθώς το φεγγάρι πρόβαλε σαν ένα τεράστιο ταψί μέσα από το πέλαγο, πιαστήκαμε χέρι χέρι όλοι οι εξόριστοι και βαδίζοντας προς τη θάλασσα, κοιτώντας το φεγγάρι, αρχίσαμε αυθόρμητα να τραγουδάμε το Ο ΚΗΠΟΣ ΕΜΠΑΙΝΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ.

Στα 1964 η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν στον κολοφώνα της. Κάναμε αμέτρητες πρόβες στο γραφείο μου στη Νέα Σμύρνη, μαζί και οι τέσσερις πιστοί μουσικοί μου, ο Λάκης Καρνέζης, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Διδίλης και ο Βαγγέλης Παπαγγελίδης. 
Τη μέρα που γράφαμε τα τραγούδια του «Άξιον Εστί» στο στούντιο της Κολούμπια, θυμάμαι πως είχε έρθει κάποιο σχολείο κι εγώ είπα στα παιδιά να καθίσουν στο πάτωμα ήσυχα να παρακολουθήσουν τη φωνοληψία. Οι άλλοι δεν ήθελαν από φόβο μήπως γίνουν θόρυβοι, όμως εμένα μου άρεσε που το ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ θα γραφόταν οριστικά πάνω στο δίσκο με φόντο την ανάσα και τα χτυπήματα της καρδιάς των παιδιών. Μπορεί να μην ακούγονται. Όμως ποιος δεν θα αισθάνεται;
Στην Κολούμπια γράψαμε μόνο τον Μπιθικώτση και τη Λαϊκή Ορχήστρα. Για τα υπόλοιπα, ορχήστρα, χορωδία, βαρύτονος και «αρχαίος χορός» (απαγγελία), η Εταιρεία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κινηματογραφικό Στούντιο Άλφα. Πρέπει να πω ότι στη Κολούμπια όλες τις εγγραφές τις έκανε ο υπέροχος ηχολήπτης Κανελόπουλος, ενώ στο Άλφα συνεργάστηκα με τον Δεσποτίδη σε άθλιες συνθήκες, γιατί αυτός δεν μας έβλεπε. Ήταν ψηλά σ΄ένα καμαράκι. 
Και το χειρότερο, η εγγραφή δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο επάνω στο λεγόμενο περφορέ, δηλαδή στο ηχητικό μέρος του φιλμ. Η χορωδία τραγουδούσε play back επάνω στην ηχογράφηση της Κολούμπια. Δεν υπήρχαν ακουστικά. Ο ήχος έβγαινε μέσα από ένα μεγάφωνο, με αποτέλεσμα ο συντονισμός να γίνεται προβληματικός, καθώς οι χορωδοί δεν άκουγαν καλά. Άλλωστε αυτές οι αδυναμίες φαίνονται καθαρά στο τελικό αποτέλεσμα.

Μάνος Κατράκης, Γρηγόρης Μπιθικότσης, Θεόδωρος Δημήτριεφ

Ο βαρύτονος –τον αποκαλώ Ψάλτη- επιλέχτηκε μέσα από τους ηθοποιούς του χορού του ΑΙΑΝΤΑ, μιας και είχαμε συνεργαστεί και τους γνώριζα έναν-έναν. Διάλεξα τον Θόδωρο Δημήτριεφ και παράλληλα χρησιμοποίησα ολόκληρο το Χορό στις ομαδικές απαγγελίες που ηχογραφήθηκαν με την άμεση επίβλεψη του Ελύτη.

Στη Βουλγαρία, στο Burgas ο Μ. Θεοδωράκης διευθύνει το 'Άξιον Εστί"












Από τη συναυλία του «Άξιον Εστί» στο Λυκαβηττό 1977


Ο Γρηγόρης Μπιθικότσης μιλάει για το Άξιον Εστί
Κλικ στη φωτογραφία για μεγέθυνση














Μερικά κείμενα είναι από το επίσημο σάιτ του Μίκη Θεοδωράκη ΕΔΩ
Επιμέλεια-Παρουσίαση: Χρήστος Ζουλιάτης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου