ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 18 Ιανουαρίου, γεννήθηκε (1915) και έφυγε (1984), πιστός στο βιολογικό του ραντεβού, ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ και ενώ ο υιός μου έκλαιγε πίσω απ΄την πόρτα, εγώ ήμουν στο "Πρώτο" και φωτογράφιζα την κηδεία του ΤΣΙΤΣΑΝΗ.
Καλλιτέχνες, επικεφαλής η Σωτηρία Μπέλλου με τον Αχιλλέα Κουλαξίζη, παίζουν την "Συννεφιασμένη Κυριακή" |
Γράφει ο Κωστής Ζουλιατης (υιός)
"Κλάματα, πίσω από την πόρτα. Ήμασταν πέντε χρονών, ο ξάδερφός μου έξι. Κλάμα παιδικό πεισματάρικο· που δεν μας πήραν στην κηδεία του Τσιτσάνη οι γονείς. Κλάμα κανονικό λέμε. Ανάθεμα κι αν ξέραμε τι είναι μια κηδεία, ανάθεμα κι αν ξέραμε θάνατος τι πάει να πει. Μόνο έναν παππού και μια μπισνόνα είχα χάσει, κι αυτό σε ηλικία ίσα που μιλούσα. Ξέραμε όμως τι ήταν ο Τσιτσάνης. Για την ακρίβεια, ξέραμε ότι Τσιτσάνης λέγονταν τα τραγούδια που έπαιζαν σπίτι τα μεσημέρια, τις Κυριακές των αγκαλιών και των αγαπημένων συναθροίσεων· κυρίως αυτών των χωρίς αφορμή. Πρόσωπα πολλά στο σπίτι. Αγαπημένα μάτια, χειρονομίες που ακόμα τις θυμάμαι. Που τις θυμάσαι. Τραγούδια που κρατούσαν ένα καλοκαίρι· ή ένα πάσχα, όλοι στον κήπο γύρω από το αρνί, όλες οι χειρονομίες να σχηματίζουν μια αγκαλιά, ο Τσιτσάνης από πάνω μας. Ξέραμε ότι ήταν κάτι μεγάλο ο Τσιτσάνης· πόσο μάλλον η κηδεία του. Ακουγόταν ακόμα πιο μεγάλο ένα τέτοιο γεγονός. Με κάποιο τρόπο, είναι η πρώτη κηδεία στην οποία κλάψαμε"...
Κάπου μιάμιση δεκαετία αργότερα, στο φόρτε των σημιτικών εκλογών, τις μέρες που ο ζόφος είχε ντυθεί εκσυγχρονιστική ευμάρεια και όλοι χασκογελούσαν με τα αποκριάτικο πάρτι της σοφοκλέους, κάπου ανάμεσα στο θόρυβο της ολυμπιακής προσμονής που κάλυπτε τα πάντα, αναχώρησε ο Άκης Πάνου. Πέρασε στα ψιλά τότε, στα αθόρυβα. Δεν βρέθηκε αρκετός χώρος στις σελίδες για να μνημονεύσει το φευγιό του και την προσφορά του στις ζωές μας. Τουλάχιστον όχι όσος είχε αφιερωθεί για το φονικό του. Το'χε πει κι ο εισαγγελέας τότε, αρνούμενος να του βρει ελαφρυντικό· δεν είναι δα τόσο μεγάλη η πολιτιστική προσφορά του ώστε να δικαιούται ποινικής ελάφρυνσης. Καλά είπε, δεν ήταν δα κι ο Νταλάρας. Κι ας έχει στοιχειώσει τους πιο εκτροχιασμένους φθόγγους του λαϊκού πολιτισμού που για λίγο μας έκανε όλους μεγαλύτερους· για λίγο λάμπρυνε τις ζωές μας, τα βράδια μας και τις Κυριακές μας.
Μέσα στον αμερικάνικο θόρυβο και πριν ακόμα καθήσει η σκόνη των δίδυμων πύργων, έφυγε ήσυχα και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Θυμάμαι στην τηλεόραση παράθυρα, το ένα να δείχνει εμπορευμένη κλάψα και θύματα με τις ιστορίες τους, το άλλο ουρές μυστών για το προσκύνημα στη φωνή που μετουσίωσε την κλάψα σε λυγμό και καταφύγιο. Ο,τι κι αν λέγαμε για τον Καζαντζίδη, ό,τι απαξίωση κι αν έζησε στα χρόνια της πασοκικής ξεφτίλας, δεν γινόταν να προσπεράσεις αυτό που συνέβαινε σαν σε έβρισκαν στο μέτωπο οι νότες του. Μια φωνή ακέραια, αλύγιστη, περήφανη, φως σε σκοτεινό κάτεργο. Οι πρετεντέρηδες ζωγράφιζαν λογοτεχνικά τη δική τους κλάψα, η μέρα που άλλαξε ο κόσμος και μεγαλόστομες μπούρδες. Για τον άνθρωπο του μεροκάματου, τον άνθρωπο που περιμένει σε ουρές -είτε εφορίες είτε νεκροταφεία- ο κόσμος κλονίστηκε σαν έχασε τη φωνή του. Αυτή που του'γνεφε πως όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Κι αυτό ήταν το σπίτι του, όχι οι δείκτες του νάσντακ που έπαθαν κολούμπρα.
Κι ενώ οι ζωές μας μεγάλωναν, λιγόστευαν σε καλοκαίρια και κέρδιζαν σε σκοτάδια, οι αναχωρήσεις πύκνωναν. Ο Πάνος Γεραμάνης. Η βαριά φωνή που ακουγόταν σαν χάδι, αίμα από βινύλιο, ήθος κουρδισμένο σε 45 στροφές· άλλης εποχής, άλλου ονείρου. Λαϊκοί βάρδοι. Άκουγες τις εκπομπές του και καταλάβαινες τι πάει να πει αγάπη. Τι πάει να πει αρχοντιά πραγματική και περηφάνια. Ήθη που ξεχάστηκαν, καθώς οι δείκτες νάσντακ πολιορκούσαν το όνειρο.
Προχτές αναχώρησε -αθόρυβα κι αυτή- η μεγάλη Άννα Χρυσάφη. Ψάχνοντας στα τραγούδια της, έτσι για να σιγοντάρω το ταξίδι της στις ηλεκτρονικές συναθροίσεις μας, βρήκα ένα υπέροχο σκωπτικό για τους ντιντήδες. Να μου λείπουν οι ντιντήδες κι οι μοντέρνοι, θέλω άντρα ν'αγαπάει και να δέρνει. Ποιητική αδεία, τη ρώτησα αν μέσα στους ντιντήδες και τους μοντέρνους θα ξαναστεριώσει άραγε ένας λαϊκός πολιτισμός σαν εκείνον που έλαμψε στο μικρόφωνό της. Που ν'αγαπάει και να δέρνει.
Όταν φεύγουν μεγάλοι άνθρωποι του λαϊκού τραγουδιού, νιώθω να κόβεται κάτι. Σα να λείπει κάποιος από την οικογένεια, σα να χάνεις κάτι από τη συνέχειά σου, από το φως που προηγείται της ύπαρξής σου και φώτιζε πάντα το δρόμο σου. Νιώθεις να σβήνουν τα φώτα του πιο στέρεου και γενναιόδωρου πολιτισμού που έστω και στις άκρες του, πρόλαβες να γίνεις κοινωνός του· ό,τι πιο αυθεντικό, περήφανο και καθάρια λαμπρό γνώρισες στον κόσμο των μεγάλων αποστάσεων και των σκιερών μύθων. Όταν φεύγουν οι φωνές των γούστων μας και των καημών μας, τότε νιώθω θάνατος τι πάει να πει. Απουσία είναι να μην έχεις φωνή να πει τον πόνο σου. Να τον ακούσεις κι εσύ και να τον μάθεις. Μένεις τότε μόνος σου, να τον ανακαλύψεις εσύ. Και καθόλου περήφανα, μέσα στα σκοτάδια, να τα βγάλεις πέρα. Μέσα στο χαμό των μοντέρνων· που δεν αγαπάνε. Μόνο δέρνουν.
Κωστής Ζουλιάτης 2013
Πηγή: COSTINHO
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ για τον ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
"Ξέρουμε ότι έπρεπε να έρθει ο Σεφέρης και ο Ελύτης για να ανακαλυφθεί ο Θεόφιλος. Όμως, στην περίπτωση του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Χιώτη, του Μπιθικώτση, και προπαντός του ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ, ο λαός μας δεν είχε ανάγκη από μεσάζοντες για να τους ανακαλύψει, γιατί απλούστατα ο λαός μας τους ζούσε εντατικά, κάθε στιγμή.
Πώς έγινε αυτό το θαύμα και αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα που έφηβος ξενιτεύτηκε στη Θεσσαλονίκη να μετουσιώσει μέσα στη ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας τη ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες μουσικές φόρμες. Πόσες δεκάδες χιλιάδες τραγούδια, ελαφρά, ελαφρολαϊκά, Τούρκικα, Ινδικά, καψούρικα και βλαχουδιστικά, κουλτουριάρικα και μιξολυρικά, πόσα και πόσα δεν γράφτηκαν μετά τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Ποιος τα θυμάται; Ανάμεσα σε δυο βράχια, σε δυο πλατάνια – έτσι είναι, τι να γίνει Βασίλη - θα φυτρώσουν και χορταράκια, και μολόχες, και τσουκνίδες. Όλα είναι καλά και άγια στη φύση. Μονάχα βέβαια, όταν αρχίσουν οι μολόχες να κάνουν δηλώσεις και ο κόσμος να τους παίρνει για πλατάνια...καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Να όμως που εμείς, μια ολόκληρη γενιά, μουσικοί και ποιητές, σε αναγνωρίσαμε και σε αναγνωρίζουμε για δάσκαλό μας. Ακολουθήσαμε, με τις δικές μας δυνάμεις, τον δρόμο που εσύ και οι σύντροφοί σου πρώτοι χαράξατε"
(Από την ομιλία του Μίκη στο "Κατράκειο", τον Αύγουστο του 1983, σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Βασίλη Τσιτσάνη. Τότε ονομαζόταν "Κόκκινος Βράχος").
Επιμέλεια-Φωτογραφίες: Χρήστος Ζουλιάτης
Καλλιτέχνες κατά την ταφή, παίζουν την "Συννεφιασμένη Κυριακή" |
Κάπου μιάμιση δεκαετία αργότερα, στο φόρτε των σημιτικών εκλογών, τις μέρες που ο ζόφος είχε ντυθεί εκσυγχρονιστική ευμάρεια και όλοι χασκογελούσαν με τα αποκριάτικο πάρτι της σοφοκλέους, κάπου ανάμεσα στο θόρυβο της ολυμπιακής προσμονής που κάλυπτε τα πάντα, αναχώρησε ο Άκης Πάνου. Πέρασε στα ψιλά τότε, στα αθόρυβα. Δεν βρέθηκε αρκετός χώρος στις σελίδες για να μνημονεύσει το φευγιό του και την προσφορά του στις ζωές μας. Τουλάχιστον όχι όσος είχε αφιερωθεί για το φονικό του. Το'χε πει κι ο εισαγγελέας τότε, αρνούμενος να του βρει ελαφρυντικό· δεν είναι δα τόσο μεγάλη η πολιτιστική προσφορά του ώστε να δικαιούται ποινικής ελάφρυνσης. Καλά είπε, δεν ήταν δα κι ο Νταλάρας. Κι ας έχει στοιχειώσει τους πιο εκτροχιασμένους φθόγγους του λαϊκού πολιτισμού που για λίγο μας έκανε όλους μεγαλύτερους· για λίγο λάμπρυνε τις ζωές μας, τα βράδια μας και τις Κυριακές μας.
Μέσα στον αμερικάνικο θόρυβο και πριν ακόμα καθήσει η σκόνη των δίδυμων πύργων, έφυγε ήσυχα και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Θυμάμαι στην τηλεόραση παράθυρα, το ένα να δείχνει εμπορευμένη κλάψα και θύματα με τις ιστορίες τους, το άλλο ουρές μυστών για το προσκύνημα στη φωνή που μετουσίωσε την κλάψα σε λυγμό και καταφύγιο. Ο,τι κι αν λέγαμε για τον Καζαντζίδη, ό,τι απαξίωση κι αν έζησε στα χρόνια της πασοκικής ξεφτίλας, δεν γινόταν να προσπεράσεις αυτό που συνέβαινε σαν σε έβρισκαν στο μέτωπο οι νότες του. Μια φωνή ακέραια, αλύγιστη, περήφανη, φως σε σκοτεινό κάτεργο. Οι πρετεντέρηδες ζωγράφιζαν λογοτεχνικά τη δική τους κλάψα, η μέρα που άλλαξε ο κόσμος και μεγαλόστομες μπούρδες. Για τον άνθρωπο του μεροκάματου, τον άνθρωπο που περιμένει σε ουρές -είτε εφορίες είτε νεκροταφεία- ο κόσμος κλονίστηκε σαν έχασε τη φωνή του. Αυτή που του'γνεφε πως όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Κι αυτό ήταν το σπίτι του, όχι οι δείκτες του νάσντακ που έπαθαν κολούμπρα.
Κι ενώ οι ζωές μας μεγάλωναν, λιγόστευαν σε καλοκαίρια και κέρδιζαν σε σκοτάδια, οι αναχωρήσεις πύκνωναν. Ο Πάνος Γεραμάνης. Η βαριά φωνή που ακουγόταν σαν χάδι, αίμα από βινύλιο, ήθος κουρδισμένο σε 45 στροφές· άλλης εποχής, άλλου ονείρου. Λαϊκοί βάρδοι. Άκουγες τις εκπομπές του και καταλάβαινες τι πάει να πει αγάπη. Τι πάει να πει αρχοντιά πραγματική και περηφάνια. Ήθη που ξεχάστηκαν, καθώς οι δείκτες νάσντακ πολιορκούσαν το όνειρο.
Προχτές αναχώρησε -αθόρυβα κι αυτή- η μεγάλη Άννα Χρυσάφη. Ψάχνοντας στα τραγούδια της, έτσι για να σιγοντάρω το ταξίδι της στις ηλεκτρονικές συναθροίσεις μας, βρήκα ένα υπέροχο σκωπτικό για τους ντιντήδες. Να μου λείπουν οι ντιντήδες κι οι μοντέρνοι, θέλω άντρα ν'αγαπάει και να δέρνει. Ποιητική αδεία, τη ρώτησα αν μέσα στους ντιντήδες και τους μοντέρνους θα ξαναστεριώσει άραγε ένας λαϊκός πολιτισμός σαν εκείνον που έλαμψε στο μικρόφωνό της. Που ν'αγαπάει και να δέρνει.
Όταν φεύγουν μεγάλοι άνθρωποι του λαϊκού τραγουδιού, νιώθω να κόβεται κάτι. Σα να λείπει κάποιος από την οικογένεια, σα να χάνεις κάτι από τη συνέχειά σου, από το φως που προηγείται της ύπαρξής σου και φώτιζε πάντα το δρόμο σου. Νιώθεις να σβήνουν τα φώτα του πιο στέρεου και γενναιόδωρου πολιτισμού που έστω και στις άκρες του, πρόλαβες να γίνεις κοινωνός του· ό,τι πιο αυθεντικό, περήφανο και καθάρια λαμπρό γνώρισες στον κόσμο των μεγάλων αποστάσεων και των σκιερών μύθων. Όταν φεύγουν οι φωνές των γούστων μας και των καημών μας, τότε νιώθω θάνατος τι πάει να πει. Απουσία είναι να μην έχεις φωνή να πει τον πόνο σου. Να τον ακούσεις κι εσύ και να τον μάθεις. Μένεις τότε μόνος σου, να τον ανακαλύψεις εσύ. Και καθόλου περήφανα, μέσα στα σκοτάδια, να τα βγάλεις πέρα. Μέσα στο χαμό των μοντέρνων· που δεν αγαπάνε. Μόνο δέρνουν.
Κωστής Ζουλιάτης 2013
Πηγή: COSTINHO
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ για τον ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ
Από τη συναυλία στον "Κοκκινόβραχο" (Κατράκειο) 1983 |
(Από την ομιλία του Μίκη στο "Κατράκειο", τον Αύγουστο του 1983, σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Βασίλη Τσιτσάνη. Τότε ονομαζόταν "Κόκκινος Βράχος").
Επιμέλεια-Φωτογραφίες: Χρήστος Ζουλιάτης
******************************************************************************************************
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου