«Όταν θελήσεις κάτι πάρα πολύ, το σύμπαν όλο θα συνωμοτήσει για να γίνει η επιθυμία σου πραγματικότητα.» και «Ό,τι συνέβη μια φορά, μπορεί και να μη συμβεί ποτέ ξανά. Αλλά αυτό που έχει γίνει δυο φορές, σίγουρα θα γίνει και τρίτη» Paulo Coelho
Κάποτε, πολλά χρόνια πριν, τότε που ο Φιντέλ με τον Τσε έμπαιναν ηρωικά στην Αβάνα, θυμάμαι, άκουσα απ΄το ραδιόφωνο ένα τραγούδι από το «Εδώ Πύργος, Ραδιοφωνικός Σταθμός Δυτικής Πελοποννήσου» και αναρωτήθηκα, ποια ήταν αυτή η φωνή που σαν γάργαρο νεράκι έτρεχε πάνω στο πεντάγραμμο και με τόση καθαρότητα κελαηδούσε τις νότες... Εγώ, «επαρχιώτης στην Ομόνοια», ιδέα δεν είχα τι γινόταν στην Αθήνα και τα ελαφρά τραγούδια ήταν έξω απ΄τα ακούσματά μου. Είχαμε μείνει στο «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» και στα λαϊκά τραγούδια της «Columpia & His Master's Voice». Τα ελαφρά θεωρούνταν για πολύ κόσμο, τραγούδια της αστικής τάξης. Σωστό ή λάθος, μην το ψάχνετε.
Κάποτε, πολλά χρόνια πριν, τότε που ο Φιντέλ με τον Τσε έμπαιναν ηρωικά στην Αβάνα, θυμάμαι, άκουσα απ΄το ραδιόφωνο ένα τραγούδι από το «Εδώ Πύργος, Ραδιοφωνικός Σταθμός Δυτικής Πελοποννήσου» και αναρωτήθηκα, ποια ήταν αυτή η φωνή που σαν γάργαρο νεράκι έτρεχε πάνω στο πεντάγραμμο και με τόση καθαρότητα κελαηδούσε τις νότες... Εγώ, «επαρχιώτης στην Ομόνοια», ιδέα δεν είχα τι γινόταν στην Αθήνα και τα ελαφρά τραγούδια ήταν έξω απ΄τα ακούσματά μου. Είχαμε μείνει στο «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» και στα λαϊκά τραγούδια της «Columpia & His Master's Voice». Τα ελαφρά θεωρούνταν για πολύ κόσμο, τραγούδια της αστικής τάξης. Σωστό ή λάθος, μην το ψάχνετε.
Και ποιο ήταν αυτό το τραγούδι; «Αν θυμηθείς τ΄όνειρό μου».
Ήταν η Γιοβάννα και το πρώτο τραγούδι της, που μαζί με τη «Μυρτιά» το δισκογράφησε σε ένα 45άρι. Ελαφρό ξεελαφρό, η αλήθεια είναι πως άκουγα κάτι διαφορετικό, κάτι καινούριο που έμπαινε μελωδικά στ΄αυτιά μου, σαν κουδουνάκια χριστουγεννιάτικα «Jingle Bells ... Jingle Bells».
Ήδη η Επανάσταση στην Κούβα είχε πετύχει και ο ραδιοφωνικός σταθμός των επαναστατικών δυνάμεων, «Ηavana Libre», δονούσε τα ερτζιανά με το «Nunca sabré», που δεν ήταν άλλο απ΄το τραγούδι «Αν θυμηθείς τ΄όνειρό μου», διασκευασμένο σε ρυθμό latin από τον «Μanuel and the Music of the Mountains». Αυτά τα μάθαμε πολύ αργότερα. (Διαβάστε --->ΕΔΩ την ιστορία).
Φαίνεται, όμως, πως και μέσα μου γινόταν, μια μικρή επανάσταση που ανέτρεπε τις μέχρι τότε μουσικές επιλογές της «Columpia & His Master's Voice». Πάει και ο Γαβαλάς, πάει και ο Περπινιάδης, πάει και η «Βοσκοπούλα», πάνε τα κοτσύφια πάνε και τα κοτσυφόπουλα... Στη θέση τους, με το πέρασμα του χρόνου και αποβάλλοντας από πάνω μου το Σαββοπουλικό «επαρχιώτης στην Ομόνοια», κρατώντας μόνο τα θετικά και την ταυτότητα του επαρχιώτη, έμπαιναν τα τραγούδια του Μίκη και αργότερα του Μάνου που θα κρατούσαν για πάντα την πρώτη θέση μέσα μου.
Έκτοτε, παρακολουθούσα την καλλιτεχνική πορεία της Γιοβάννας και δέσποζαν μέσα μου, τόσο η φωνή της, όσο και εκείνα τα γοητευτικά μεγάλα και εκφραστικά μάτια. Ήχος και Φως που με καθοδηγούσε στη μουσική μου στράτα. Μετά, μαθαίνοντας και για τα 150 κοντσέρτα που έδωσε με την τρίχρονη παραμονή της στην Σοβιετική Ένωση, καταστάλαξα μέσα μου και αυτό το κορίτσι φώλιασε στην καρδιά μου. Aργότερα, και για πολλά χρόνια, η μελωδική φωνή της χάθηκε απ΄τη δισκογραφία και το ραδιόφωνο. Την ανακαλύπτω, όμως, στο συγγραφικό της έργο και διαβάζοντας το «Άντε γεια», θαύμασα το ταλέντο της και στην Τέχνη της πεζογραφίας αλλά και της Ποίησης. Σας μεταφέρω ένα μικρό ποίημα από την τελευταία της ποιητική συλλογή («Άχρονος καιρός»-2016) που με εντυπωσίασε, διακρίνοντας στους στίχους βιώματα, ίσως, απ΄τη ζωή της. Απαγγέλλει η ίδια, σε μουσική Γιώργου Καγιαλίκου:
«Ίσως να φταίει που δεν σκάρωσα ένα όνειρο
για να κυνηγήσω.
Που άφησα τους δείκτες
να χαράζουν δρομολόγια
χωρίς να με ρωτήσουν.
Μπήκα και βγήκα από άλλα κτίρια,
από μπαρ
με την compact μουσική
να μαχαιρώνει τις φλέβες μου.
Πέρασα από αγορές,
από ενοικιάζεται,
από γκράφιτι με γλώσσες ξεδιάντροπες.
Από σ΄αγαπώ
φωτιά και αέρας.
Πέρασα κι από τα κοιμητήρια
με τους λαιμούς των σταυρών να τεντώνονται
να δουν να περνάει έξω από την μάντρα
η ζωή.
Σπουργίτι στη χούφτα μου ο χρόνος.
Ε, και;
Γελάω»!!!!
Τον τελευταίο καιρό, λες και η ιστορία θέλει να ολοκληρώσει τα ραντεβού που δεν έγιναν τότε, όλο και πιο συχνά συναντιόμαστε σε διάφορες μουσικές εκδηλώσεις και μας κάνει την τιμή να είμαστε στην παρέα της. Ένας ζεστός, φιλικός, προσιτός και οικείος άνθρωπος, όπως την είχα φανταστεί, που σε κερδίζει απ΄την πρώτη στιγμή με τον καλό της λόγο και την γλυκύτητα του προσώπου της.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ το βιογραφικό της από το προσωπικό της σάιτ.
Η Ιωάννα Φάσσου Καλπαξή (Γιοβάννα), γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Eίναι κόρη του γνωστού ζωγράφου Κώστα Φάσσου από την Αροανία Καλαβρύτων. Από μικρό παιδί τραγουδούσε. Στα 8 της χρόνια, άρχισε πιάνο και μπαλέτο ενώ ήτανε μέλος παιδικής χορωδίας. Στα 14 άρχισε να παίρνει μαθήματα όπερας, στο Ωδείο Αθηνών. Παράλληλα, και με το ψευδώνυμο Γιοβάννα, άρχισε να κάνει εκπομπές στο ελληνικό ραδιόφωνο. Πριν ακόμα πάρει το δίπλωμά της, εμφανίστηκε ως πρωταγωνίστρια, στην οπερέτα «Κορυδαλλός» του Λέχαρ, κερδίζοντας τη θέση γι αυτό, ανάμεσα σε 50 διπλωματούχες.
Τον επόμενο χρόνο πήρε το δίπλωμά της με άριστα και βραβείο ενώ, παράλληλα, κέρδιζε την κρατική υποτροφία για ανώτερες σπουδές στη Ρώμη. Δεν τις έκανε ποτέ γιατί η υποτροφία αυτή, κατά έναν περίεργο τρόπο δόθηκε στον τρίτο επιτυχόντα του διαγωνισμού. Έτσι, γύρισε τη πλάτη της στην όπερα και μπήκε στο επαγγελματικό ελαφρό τραγούδι. Δεν το μετάνιωσε ποτέ.
Έλαβε μέρος σε όλα σχεδόν τα ελληνικά φεστιβάλ του είδους μέχρι το 1969 (Αθήνα και Θεσσαλονίκη). Πρώτη της εμφάνιση ενώπιον κοινού: Οκτώβριος 1959 στο 1ο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού. Έλαβε πολλές φορές μέρος στα φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας κάθε φορά και βραβείο.
Διεθνή Φεστιβάλ: Η αρχή έγινε το 1962, με το φεστιβάλ στο Sopot, της Πολωνίας. Ανάμεσα σε 24 κράτη κέρδισε το Α’ βραβείο, με το τραγούδι των Μ.Πλέσσα και Κ. Κινδύνη «Τι κρίμα». Μετά τη βράβευση δεν γύρισε στην Ελλάδα. Πήγε στη Σοβιετική Ένωση όπου με 35μελή ορχήστρα και διευθυντή τον Μίμη Πλέσσα, έκανε 50 κοντσέρτα. Συνολικά έδωσε 150 κοντσέρτα κατά τη μακρόχρονη παραμονή της στην ΕΣΣΔ.
Η επιτυχία της ήτανε τεράστια. Έγινε είδωλο. Η προσέλευση του κοινού ήτανε κατά χιλιάδες. Τα κοντσέρτα της, με τηλεοπτική κάλυψη, μεταδίδονταν ζωντανά σ' όλη τη ΕΣΣΔ. Οι δίσκοι της (γυρισμένοι στα σοβιετικά στούντιο) πουλήθηκαν κατά εκατομμύρια. Στη περιοχή της Τιφλίδας οι θαυμαστές της, δίνανε στα νιογέννητα κορίτσια τους το όνομά της. Ύστερα από 40 και πλέον χρόνια, εξακολουθεί να είναι η αγαπημένη του Γεωργιανού λαού. Τον Οκτώβρη του 2011 ο Δήμαρχος της Τιφλίδας την αναγόρευσε σε Επίτιμη Πολίτιδα της πρωτεύουσας, ορμώμενος από τους δεσμούς αυτούς που αναπτύχθηκαν μεταξύ του Γεωργιανού λαού και της Γιοβάννας.
Έκανε δίσκους στη Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία, όπου το τραγούδι Tiritombabalou, πραγματοποίησε πωλήσεις που φτάνουν τις 500.000. Στη Γερμανία υπήρχανε clubs, αφιερωμένα σε εκείνη.
ΑΚΟΥΣΤΕ ένα κοντσέρτο στη Μόσχα (1963) με 16 τραγούδια
Tην ίδια εποχή άρχισε και η συνεργασία της με τον ραδιοφωνικό σταθμό Γενεύης. Σαν εκπρόσωπός του έλαβε μέρος σε πολλές συναυλίες στην Ευρώπη. Το 1965, ύστερα από διαγωνισμό, κέρδισε τη θέση να εκπροσωπήσει την Ελβετία στο Grand prix της Eurovision. Έκανε δίσκους στη Γαλλία, Ιταλία και Γερμανία, όπου το τραγούδι Tiritombabalou, πραγματοποίησε πωλήσεις που φτάνουν τις 500.000. Στη Γερμανία υπήρχανε clubs, αφιερωμένα σε εκείνη.
Τραγούδησε Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Μεντή, Πλέσσα, Σπανό, κ.ά. Και κάποτε το σκηνικό της ζωής της άλλαξε. Εγκατέλειψε την ενεργό καριέρα, παντρεύτηκε τον δικηγόρο Δημήτρη Καλπαξή και τραγουδούσε πια μόνο στην τηλεόραση, σε δίσκους, κοντσέρτα και φεστιβάλ.
Τότε άρχισε να γράφει. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, έγραψε στίχους που μελοποιούνται από τον Κώστα Χατζή. Το 1986 γράφει το μυθιστόρημα «Άντε γεια», που έγινε best seller. Μετά γράφει τα μυθιστορήματα «Γενέθλια», «Παράθυρο στον άλλο τοίχο», «Βαμμένος ήλιος, κ.ά.
Συνολικά έχει στο ενεργητικό της, 20 τίτλους βιβλίων με ποίηση, πεζογραφία και θεατρικά.
Για τη μεγάλη της σχέση με τον Γιάννη Ρίτσο λέει σε μια συνέντευξή της (Lifo):
Η σχέση αυτή ξεκίνησε με τα 12 τραγούδια σε δική του ποίηση που κάναμε με τον Σπήλιο Μεντή. Μιλάω για τους «Καημούς της γειτονιάς». Κάθε φορά που τελείωνε ένα τραγούδι, μαζευόμασταν σπίτι του Ρίτσου και το ακούγαμε. Εκεί ήταν κι άλλοι, συγγραφείς, ποιητές. Εγώ μάθαινα τα τραγούδια και τους τά 'λεγα κι εκείνοι βαθμολογούσαν ποιο ήταν καλύτερο, εκείνο ή το προηγούμενο. Αριστούργημα, από τις ωραιότερες καταστάσεις που μπορώ να θυμηθώ! Εκεί λοιπόν γνωριστήκαμε με τον Ρίτσο, μετά έκανα ένα τραπέζι στο σπίτι μου και τον κάλεσα κι όταν αργότερα κλείστηκα στον εαυτό μου, σταμάτησα να τραγουδώ κι έψαχνα διεξόδους να εκφραστώ, άρχισα να γράφω. Πρώτα γράφω ένα κατεβατό και του το πάω. «Δάσκαλε, αυτό τι είναι'' τον ρωτάω «είναι ποίημα;» Και μου λέει «Όχι, αλλά ο ποιητής υπάρχει, αφού εδώ μέσα έχεις γράψει αυτή τη φράση. Γιατί να μην έχεις χιλιάδες άλλες τέτοιες φράσεις μέσα σου που περιμένουν να βγουν;» Άρχισε να με διδάσκει απ' την αρχή τι είναι ποίηση, τι είναι λόγος, οικονομία, αρμονία, αφαίρεση κλπ. Γύρω στις πέντε ακόμη φορές του έδειξα δουλειά μου μέχρι που μου έγινε το κεφάλι καζάνι. Είχα παντρευτεί κιόλας, λέω του άντρα μου μια μέρα «Δημήτρη, άκουσε να σου πω, εγώ ούτε ποιήτρια είμαι, ούτε γράφω και σταματάω»! Σταμάτησα για δύο χρόνια, δεν έβαλα ούτε μολυβιά. Μετά άρχισαν όμως να μου βγαίνουν πράγματα και όλο να βγαίνουν κι έτσι εξέδωσα τις τρεις πρώτες ποιητικές συλλογές μου, τις οποίες υπόγραψε ο Γιάννης Ρίτσος και μου έδωσε το πράσινο φως. Στο πρώτο βιβλίο μάλιστα μου βρήκε τον τίτλο. Έκτοτε, ξέροντας ότι μπορώ να γράψω, ξεκίνησε η όλη ιστορία με τον πεζό λόγο. Ανέκαθεν με εντυπωσίαζε η δοτικότητα του Γιάννη Ρίτσου, η έγνοια του και η αγάπη του να μεταδώσει αυτό που ήξερε. Εκεί που είναι ακόμη τον προσκυνάω, γιατί ακόμη προχωράω με το δικό του το Ευαγγέλιο!
Κείμενα και επιμέλεια: Χρήστος Ζουλιάτης
Συνολικά έχει στο ενεργητικό της, 20 τίτλους βιβλίων με ποίηση, πεζογραφία και θεατρικά.
Εδώ όλο σκέρτσο και τσαχπινιά μιλάει τσάτρα πάτρα....Ρώσσικα!!!!
Για τη μεγάλη της σχέση με τον Γιάννη Ρίτσο λέει σε μια συνέντευξή της (Lifo):
Η σχέση αυτή ξεκίνησε με τα 12 τραγούδια σε δική του ποίηση που κάναμε με τον Σπήλιο Μεντή. Μιλάω για τους «Καημούς της γειτονιάς». Κάθε φορά που τελείωνε ένα τραγούδι, μαζευόμασταν σπίτι του Ρίτσου και το ακούγαμε. Εκεί ήταν κι άλλοι, συγγραφείς, ποιητές. Εγώ μάθαινα τα τραγούδια και τους τά 'λεγα κι εκείνοι βαθμολογούσαν ποιο ήταν καλύτερο, εκείνο ή το προηγούμενο. Αριστούργημα, από τις ωραιότερες καταστάσεις που μπορώ να θυμηθώ! Εκεί λοιπόν γνωριστήκαμε με τον Ρίτσο, μετά έκανα ένα τραπέζι στο σπίτι μου και τον κάλεσα κι όταν αργότερα κλείστηκα στον εαυτό μου, σταμάτησα να τραγουδώ κι έψαχνα διεξόδους να εκφραστώ, άρχισα να γράφω. Πρώτα γράφω ένα κατεβατό και του το πάω. «Δάσκαλε, αυτό τι είναι'' τον ρωτάω «είναι ποίημα;» Και μου λέει «Όχι, αλλά ο ποιητής υπάρχει, αφού εδώ μέσα έχεις γράψει αυτή τη φράση. Γιατί να μην έχεις χιλιάδες άλλες τέτοιες φράσεις μέσα σου που περιμένουν να βγουν;» Άρχισε να με διδάσκει απ' την αρχή τι είναι ποίηση, τι είναι λόγος, οικονομία, αρμονία, αφαίρεση κλπ. Γύρω στις πέντε ακόμη φορές του έδειξα δουλειά μου μέχρι που μου έγινε το κεφάλι καζάνι. Είχα παντρευτεί κιόλας, λέω του άντρα μου μια μέρα «Δημήτρη, άκουσε να σου πω, εγώ ούτε ποιήτρια είμαι, ούτε γράφω και σταματάω»! Σταμάτησα για δύο χρόνια, δεν έβαλα ούτε μολυβιά. Μετά άρχισαν όμως να μου βγαίνουν πράγματα και όλο να βγαίνουν κι έτσι εξέδωσα τις τρεις πρώτες ποιητικές συλλογές μου, τις οποίες υπόγραψε ο Γιάννης Ρίτσος και μου έδωσε το πράσινο φως. Στο πρώτο βιβλίο μάλιστα μου βρήκε τον τίτλο. Έκτοτε, ξέροντας ότι μπορώ να γράψω, ξεκίνησε η όλη ιστορία με τον πεζό λόγο. Ανέκαθεν με εντυπωσίαζε η δοτικότητα του Γιάννη Ρίτσου, η έγνοια του και η αγάπη του να μεταδώσει αυτό που ήξερε. Εκεί που είναι ακόμη τον προσκυνάω, γιατί ακόμη προχωράω με το δικό του το Ευαγγέλιο!
Κείμενα και επιμέλεια: Χρήστος Ζουλιάτης
Αναστασία Θανοπούλου - Γιοβάννα - Χρήστος Ζουλιάτης σε πρόσφατη συνεύρεση |
*************************************
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου