«Να Μάθεις Να Φεύγεις» Της Σοφίας Ντρέκου, που εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι είναι δικό της και ψευδώς αποδόθηκε στον Μενέλαο Λουντέμη.
Εδώ, θα διαβάσουμε ένα συγκλονιστικό ποίημα της Σοφίας Ντρέκου, όπου βάζει κάποιες βασικές αρχές για τον άνθρωπο, αν θέλει να ζει με αξιοπρέπεια και ανάμεσα στα πολλά τα «πρέπει», να μάθει να ψάχνει «για αγάπες που να θυμίζουν Καζαμπλάνκα».
Οι φωτογραφίες παραμένουν, όπως και το «Ένα παιδί μετράει τ΄άστρα».
Να Μάθεις Να Φεύγεις. Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών. Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν. Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας. Να φεύγεις ! Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς. Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο. Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι. Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο. Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ. Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε. Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου (όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας). Αποδέξου το. Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες,μέρη που περπάτησες. Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις. Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι. Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη. Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι. Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο. Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω - δεν τους το χρωστάς. Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου. Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει. Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει. Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς -οι τρίτες για τους γελοίους. Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία. Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει -σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο. Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα – όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Και να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες. Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα. Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά. Από το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»:
Από αριστερά Γ.Γιολδάσης, Μ.Λουντέμης, Δ.Φωτιάδης, Μ.Κατράκης, Τζ.Καρούσος, Ν.Παπαπερικλής, Γ.Ιμβριώτης, Κ.Ματσακάς
Το καπάκι του ματιού το ’χει ο άνθρωπος για να σκεπάζει το μάτι του σαν κοιμάται, όχι σαν είναι ξύπνιος! Κι ύστερα, σου λένε, ο άνθρωπος είναι το «ευγενέστερον ζώον»… Ζώον… μάλιστα, αλλά όχι και ευγενέστερον!… Το αγριότερον, μάλιστα! Η λακωνικότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των
δειλών ανθρώπων. Τους περήφανους τους σέβονται και νεκρούς, τους δειλούς τους σιχαίνονται ακόμη και ζωντανούς. Ζωντανός θα πει περήφανος! Όλα τα λόγια του θεού είναι καλά. Μόνο, βάρντα, να μην τα πάρουνε στο στόμα τους οι παπάδες. Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά; Να κοιτάς κατάματα τον αντικρινό σου και να του λες αυτά που θέλεις, και όχι μόνο αυτά «που πρέπει»… είναι κιόλα μια νίκη, μια λύτρωση.
Διαβάστε το «Άξιον Εστί» όπως γράφτηκε το 1959 αλλά, με δυνατότητα να ξεχωρίσετε (επιχρωματισμένα) τα μέρη που μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και να τα ακούσετε. Συνθετικό ποίημα, βασισμένο στη βυζαντινή λειτουργική παράδοση, με αναφορά στη δημιουργία του κόσμου και τη θέση του, στη συνείδηση του ποιητή. Γίνονται αναφορές στα πάθη του ποιητή και του ελληνισμού, όπου γίνεται προσπάθεια να ταυτιστεί η μοίρα του ποιητή με τη μοίρα της Ελλάδας, που και οι δυο πασχίζουν για την ελευθερία.
Το περίεργο είναι, το ότι ο Ελύτης επέλεξε να προδημοσιεύσει αποσπάσματα του έργου στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», που εκπροσωπούσε τότε την αριστερή διανόηση. Η τολμηρή αυτή χειρονομία του ποιητή και η στροφή του προς το αριστερό κοινό αποτελεί μία κίνηση η οποία θα επηρεάσει άμεσα, με την ειδική σημασία της, την αριστερή, και όχι μόνο, κριτική και διανόηση.
Η μελοποίηση ξεκίνησε στο Παρίσι (1961) και ολοκληρώθηκε στην Αθήνα (1963).
Λαϊκό ορατόριο σε τρία μέρη για λαϊκό τραγουδιστή, ψάλτη (βαρύτονο), αναγνώστη (ηθοποιό), λαϊκά όργανα, συμφωνική ορχήστρα και μικτή χορωδία. Κυκλοφόρησε σε διπλό δίσκο το 1964. Το ακούτε ολόκληρο ΕΔΩ (αρχική εκτέλεση 1964) Από τη συναυλία στο Λυκαβηττό ΕΔΩ (1977)
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Kαι η ώpα η πpώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
Εκεί μόνος αντίκρισα τον κόσμο κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα
Είδα τότε θυμάμαι τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή
Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν
λίγο-λίγο σβήνοντας δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων
Ήταν ο ήλιoς με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουpανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
"Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε" είπε
"Ο καθείς και τα όπλα του" είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει
μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.
Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη
και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας οι Εφτά Mπαλτάδες
κατά πώς η Καταιγίδα στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει
απ' αρχής πάλι ένα πoυλί καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Τόσο εύλογο το Ακατανόητο
Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν
τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες
και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί
οστρακόδερμοι γενειοφόροι
Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι στα τέσσερα
και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν
και ξαπόστειλαν στο Βορρά
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά
και αγέρωχος ο μέγας Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
Ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.
ΚΑΙ ΑΥΤΟΣαλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο Αχειροποίητος
με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές γραμμές
ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα
και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές
μία μέσα στην άλλη
στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση
Τόσο ήταν αλήθεια
που πιστά μ' ακολούθησε το χώμα
έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο
και αλλού με πολλές μικρές πευκοβελόνες
Ύστερα πιο νωχελικά
οι λόφοι οι κατωφέρειες
άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση
τα λαγκάδια οι κάμποι
κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί
δυνατές πολύ παρορμήσεις
Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί
κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:
ο Όλυμπος, ο Ταύγετος
"Κάτι που να σου σταθεί βοηθός
και αφού πεθάνεις", είπε
Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
κι απ' τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ' όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια
Εκεί μόνος απίθωσε κρήνες λευκές μαρμάρινες
μύλους ανέμων τρούλους ρόδινους μικρούς
και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες
Αρετή με τις τέσσερεις ορθές γωνίες
Κι επειδή συλλογίστηκεν ωραία που είναι
στην αγκαλιά ο ένας του άλλου
γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες
αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες
σα να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας
και να μην είχαν γίνει ακόμη τα μαχαίρια
"Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις" είπε
και στροφή γύρω του κάνοντας μ' ανοιχτές παλάμες έσπειρε
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες, ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Eλλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!
α΄
ΣΤΟΝ ΠΗΛΟ το στόμα μου ακόμη και σε ονόμαζε
Ρόδινο νεογνό στικτή πρώτη δροσιά
Κι από τότε σου 'πλαθε βαθιά στα χαράματα
Τη γραμμή των χειλιών και τον καπνό της κόμης
Την άρθρωση σου 'δινε και το λάμδα το έψιλον
Την αέρινη άσφαλτη περπατηξιά
Κι απ' την ίδια εκείνη στιγμή μέσα μου ανοίγοντας
Άγνωστη φυλακή φαιά κι άσπρα πουλιά
Στον αιθέρα ερίζοντας ανέβηκαν κι ένιωσα
Πως για σένα τα αίματα για σένα τα δάκρυα
Στους αιώνες το πάλεμα το φριχτό και το υπέροχο
Η σαγήνη για σένα και η ομορφιά
Στα πνευστά των δέντρων και κρούοντας ο πυρρίχιος
Δόρατα και σπαθιά να λες άκουσα Εσύ
Μυστικά - προστάγματα και παρθενοβίωτα
Με την έκλαμψη πράσινων αστέρων λόγια
Και πάνω απ' την άβυσσο αιωρούμενη γνώρισα
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ THΝ ΚΟΨΗ ΤΗΝ TPΟΜEPH!
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΞΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε
πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. 'Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανεως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά
τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας,
Μάνος Κατράκης
να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα,
μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές,
όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό,
κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο.
Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε
μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα.
Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα.
Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως
και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση.
Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι.
Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε καθρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας.
Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα
σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό,
δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές,
άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών πού χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια.
Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί
πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη
Βουργάρων και Τουρκών. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι-πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε.
Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα,
όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο .
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες,
μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε.
Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος
να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων.
Ο Ελύτης (στη μέση) στο Αλβανικό Μέτωπο του '40
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να 'ρχονται,
οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους.
Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο.
Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες
για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές
μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι.
"Όι όι, μάνα μου", και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα,
ίδιο ροχαλητό, πού 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν,
στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα.
Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οί τσέπες τους
γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας,
και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές,
κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
****************************************************************************************************************** ΝEOΣ πολύ και γνώρισα των εκατό χρονώ φωνές
Όχι του δάσους μία στιγμή στα στέρνα ο πεύκινος τριγμός
Μόνο του σκύλου που αλυχτά στα βουνά τ' ανδροβάδιστα
Των χαμηλών σπιτιών καπνοί και κείνων που ψυχορραγούν
Η ανομολόγητη ματιά του κόσμου του άλλου η ταραχή
Όχι που αργούν στον άνεμο των πελαργών μικρές κρωξιές
Πέφτει η γαλήνη σα βροχή και γρούζουν τα κηπευτικά
Μόνο του ζώου που σπαρταρά τα πνιχτά κι ασυλλάβιστα
Της Παναγίας δύο φορές ο μαύρος γύρος των ματιών
Στην πεδιάδα της ταφής και στην ποδιά των γυναικών
Μόνο της θύρας χτύπημα κι όταν ανοίξεις πια κανείς
Μήτε σημάδι καν χεριού στη λίγη πάχνη των μαλλιών
Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ γαληνεμό δεν έλαβα
Στων αδερφών τη μοιρασιά μου δόθη ο κλήρος ο λειψός
Η πετροκόλλητη σαγή και το ζακόνι των φιδιών
Γ΄
ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΟ δεν έδωκες ποτέ σε μένα
τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Hπείρων
και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο!
Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς και τον Στάχυ ο Νότος
τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας
και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές
ανόσια εξαργυρώνοντας.
Άλλο εγώ, πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα και πάρεξ τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα
μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας αιώνες κι αιώνες.
Eκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας
όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του.
Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα όπως ο ασκητής το Θεό του.
Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι
και στα κρυφά μου αντικαταστήσανε την παρθένα του βλέμματος.
Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή
και την πατήσανε χάμου σαν έντομο.
Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε
και στερνά την πέτρα μου αφήσανε, τρομερή ζωγραφιά μου.
Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν,
με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου.
Κι όσο τρώει Την ύλη ο καιρός, τόσo βγαίνει πιο καθαρός
ο χρησμός απ' την όψη μου:
ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝEKPΩN ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩN ΒΡAXΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!
Δ΄
ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΜΟΥ άθροισα και δε σε βρήκα πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ
το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας
και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη,
στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας.
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα την 'Ισχύ και τη Γvώση.
Τις ημέρες μου άθροισα κι έμεινα μόνος.
Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει
το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.
Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μου άναψαν
γινάτι γι' άλλες, πιο λευκές Eλένες!
Γι' άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα
κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα
στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω
και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων!
Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει
κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.
Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα
παρά δάκρυα μέσα στο Κενό πού αγκάλιαζα
παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη πού άντεχα.
Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα
και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!
γ΄
ΜΟΝΟΣ κυβέρνησα τη θλίψη μου
Μόνος αποίκησα τον εγκαταλειμμένο Μάιο
Μόνος εκόλπωσα τις ευωδιές
Επάνω στον αγρό με τις αλκυονίδες
Τάισα τα λουλούδια κίτρινο βουκόλισα τους λόφους
Επυροβόλησα την ερημιά με κόκκινο!
Είπα: δε θα 'ναι η μαχαιριά βαθύτερη από την κραυγή
Και είπα: δε θα' ναι το Άδικο τιμιότερο απ' το αίμα!
Το χέρι των σεισμών το χέρι των λιμών
Το χέρι των εχτρών το χέρι των δικών Μου, εφρένιασαν εχάλασαν ερήμασαν αφάνησαν
Μία και δύο και τρεις φορές
Προδόθηκα κι απόμεινα στον κάμπο μόνος
Πάρθηκα και πατήθηκα σαν κάστρο μόνος
Το μήνυμα που σήκωνα τ' άντεξα μόνος!
Μόνος απέλπισα το θάνατο
Μόνος εδάγκωσα μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα
Μόνος εκίνησα για το μακρύ Ταξίδι σαν της σάλπιγγας μες στους αιθέρες!
Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση το ατσάλι κι η ατιμία
Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό και τ' άρματα
Είπα: με μόνο το σπαθί του κρύου νερού θα παραβγώ
Και είπα: με μόνο το Άσπιλο του νου μου θα χτυπήσω!
Στο πείσμα των σεισμών στο πείσμα των λιμών
Στο πείσμα των εχτρών στο πείσμα των δικών Μου, ανάντισα κρατήθηκα ψυχώθηκα κραταιώθηκα
Μία και δύο και τρεις φορές
Θεμέλιωσα τα σπίτια μου στη μνήμη μόνος
Πήρα και στεφανώθηκα την άλω μόνος
Το στάρι που ευαγγέλισα το 'δρεψα μόνος!
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ έφτασαν επιτέλους ύστερα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι
στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά.
Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε.
Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα
στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.
Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να' χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες.
Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μ' όλο που το' χαμε κιόλας ακουστά, πώς επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πώς ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας.
Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε
στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.
Βαρειά σιωπή έπεσε ανάμεσά μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει,
και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας.
Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου,
ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους.
Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια του δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.
Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σα να 'χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης, γύρισε και "Λοχία" είπε "τι βαρυγκομάς;
Αυτοί πού ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά, σ' αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους
τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα 'χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο"
Και ο Ζώης: "Τι λοιπόν, θαρρείς ότι δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς που κάθομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;
" Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης:
"Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται,
τι τα 'χει από τα πριν χαμένα κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του.
Αλλά τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν,
έννοια σου, και γι' αυτά οι εξορίες δουλεύουν.
Αργά-γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα βρουν, θαν τα βρουν".
Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης:
"Και ποιος λες τάχα του λόγου σου ότι θαν τα βρει;''
Τότε ο Λευτέρης, αργά, δείχνοντας με το δάχτυλο:
"Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξει, αδερφέ μου, η ώρα ετούτη που μας ακούει".
Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε.
Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ' αυτί μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα 'σμιγε η φωτιά το χώμα ν' ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν.
Κάτι μουλάρια μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέχουνε πίσω τους
χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα 'χανε φέρει με κόπους ίσαμε κει.
Και τα πρόσωπά τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και
τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι
ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος.Mνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Ταράζεται ο καιρός κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων. Ποιοι, πως, πότε ανέβηκαν την άβυσσο; Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές; Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά. Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς.Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις πασχαλιάν αναστάσιμη! Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης! Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται! Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα. Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος!
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου! Στη θηλή της θύελλας τα σκοτεινά του χείλη και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάχτισμα πάνω στα πόδια του όρους! Ξεριζώνει δρυς και δριμύς κατεβαίνει ο θρηίκιος. Μικρά καράβια στου κάβου το γύρισμα ξάφνου μπατάρουν και χάνονται. Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα νέφη απ' την άλλη μεριά του βυθού. Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια στα γένια θλιμμένων αγίων. Ωραίες αχτίδες γύρω στην όψη την άλω του πόντου δονούν. Νηστικοί κατά κει τ' άδεια μάτια γυρίζουν οι γέροντες Κι οι γυναίκες τη μαύρη σκιά τους επάνω στον άχραντο ασβέστη φορούν. Μαζί τους εγώ, το χέρι κινώ Ποιητής των νεφών και των κυμάτων! Στο σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ τα πινέλα μαζί τους και βάφω: Τα καινούρια σκαριά τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα! Βοηθός και σκέπη μας Άη Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας Άη Μιαούλη! Βοηθός και σκέπη μας Αγιά Μαντώ!
Ζ΄
ΗΡΘΑΝ ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους. Έφεραν το Σοφό, τον Οικιστή και το Γεωμέτρη, Βίβλους γραμμάτων και αριθμών, την πάσα Υποταγή και Δύναμη, το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας. Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους. Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές. Έστεισαν και θεμέλιωσαν στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα πύργους κραταιούς κι επαύλεις ξύλα κι άλλα πλεούμενα, τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα, στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας. Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους. Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει. Έφτασαν ντυμένοι "φίλοι" αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας. Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά. Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά. Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Η΄
ΗΡΘΑΝ με τα χρυσά σειρήτια τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία! Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν. "Γι' αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας, και για μας της φήμης ο καπνός, αμήν". Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε. Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε: Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο και η τριπλά εργασμένη προδοσία. Για μας η αυγή στο χάλκωμα και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη ο δόλος και τ' αόρατο γάγγαμο. Για μας το σύρσιμο στη γης ο κρυφός όρκος μες στα σκοτεινά των ματιών η απονιά και η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ Ανταπόδοση. Αδελφοί μας εγέλασαν! "Γι' αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας, και για μας της φήμης ο καπνός, αμήν". Αλλά σύ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα θύρα της Παράδεισος! Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε της πνοής σου παίγνιο και το κράτος και τη βασιλεία του!
Κατράκης - Μπιθικότσης - Κουλουμπής
ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
Στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
Που να βρω τη ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Λυπημένες μυρσίνες ασημωμένες ύπνο
Μου ράντισαν την όψη Φυσώ και μόνος πάω
Που να βρω τη ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Οδηγέ των ακτίνων και των κοιτώνων Μάγε
Αγύρτη που γνωρίζεις το μέλλον μίλησέ μου
Που να βρω τη ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ' αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
Που να βρω τη ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
****************************************************************************************************************** Εκατόγχειρες νύχτες μες στο στερέωμα όλο
Τα σπλάχνα μου αναδεύουν Αυτός ο πόνος καίει
Που να βρω τη ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς γυρίζω
Στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
Που να βρω τη ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ
ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο.
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες.
Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, πού 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν.
Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει:
μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου.
Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν.
Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση.
Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε.
Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά στον αιθέρα στέκει να και στη θάλασσα μόνη της! Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός και δικού της μήτε αγάπη μια μόνο πένθος αχ παντού και το φως ανελέητο!
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό
τους παλιούς φίλους καλώ με φοβέρες και μ' αίματα!
Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί
και στον έναν ο άλλος μπαίνουν εναντίον οι άνεμοι!
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη συ δοξαστική
ΑΥΤΟΣ είναι ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας! Θύρες επτά τον καλύπτουνε και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του. Mηχανές αέρος τον απάγουνε και βαρύν από γούνα και ταρταρούγα, στα Ηλύσια μέσα και στους Λευκούς Οίκους τον αποθέτουνε. Και γλώσσα καμιά δεν έχει, επειδή όλες δικές του - Και γυναίκα καμιά, επειδή όλες δικές του - ο Παντοδύναμος! Θαυμάζουν οι αφελείς και σιμά στη λάμψη του κρυστάλλου χαμογελούν οι μαυροφορεμένοι, και σκιρτούν των άντρων του Λυκαβητού οι ημίγυμνες τίγρισσες! Αλλά πόρος κανείς για να περάσει ο ήλιος τη φήμη του στο μέλλον, Και ημέρα Κρίσεως καμιά, επειδή εμείς αδελφοί, εμείς η μέρα της Κρίσεως και δικό μας το χέρι που θ' αποθεωθεί - καταπρόσωπο ρίχνοντας τα αργύρια!
ι΄
ΚΑΤΑΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς: ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος! Ο αναίσθητος που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε αυτός αναίτια σκυθρωπάζει. Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί και τα σε μας αόρατα, με τ' αυτί στην πέτρα, σοβαρός και μόνος προσέχει. Ο χωρίς φίλον κανένα μήτε οπαδό, που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του και το μέγα μυστήριο στ' αγκαθόφυλλα μέσα του ήλιου αναζητεί, αυτός είναι, ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος! Επειδή νου δεν έχει κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας μοναχά καταδέχεται να ουρεί. Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος! Που όταν όλοι εμείς πενθούμε, αυτός ηλιοφορεί. Και όταν όλοι σαρκάζουμε, ιδεοφορεί. Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε, μαχαιροφορεί. Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν!
ζ΄
ΑΥΤΟΣ αυτός ο κόσμος ο ίδιος κόσμος είναι Των ήλιων και του κονιορτού της τύρβης και του απόδειπνου Ο υφάντης των αστερισμών ο ασημωτής των βρύων Στη χάση του θυμητικού στο έβγα των ονείρων Αυτός ο ίδιος κόσμος αυτός ο κόσμος είναι Κύμβαλο κύμβαλο και μάταιο γέλιο μακρινό! Αυτός αυτός ο κόσμος ο ίδιος κόσμος είναι Ο σκυλεύοντας την ηδονή ο βιάζοντας τις κρήνες Ο πάνω απ' τους Κατακλυσμούς ο κάτω απ' τους Τυφώνες Ο γαμψός, ο κυφός ο δασύς, ο πυρρός Τις νύχτες με τη σύριγγα τις μέρες με τη φόρμιγγα Στα σκύρα των πολιτειών στους αρτεμώνες των αγρών Αυτός ο πλατυκέφαλος αυτός ο μακρυκέφαλος Ο εκούσιος ο ακούσιος Ο υιός Αγγείθ και ο Σολομών. Αυτός αυτός ο κόσμος ο ίδιος κόσμος είναι Της άμπωτης και του οργασμού των τύψεων και της νέφωσης Ο ευρέτης των ζωδιακών τολμητίας των θόλων Στην άκρη της εκλειπτικής κι όσο που φτάνει η Χτίσις Αυτός ο ίδιος κόσμος αυτός ο κόσμος είναι Βούκινο βούκινο και μάταιο νέφος μακρινό!
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ
ΜΙΑΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΗΛΙΑΓΕΣ μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες εζώσανε το μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ' αυλάκια των οχετών στο δρόμο.
Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκανε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα ίδιο άχερο.
Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες.
Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι.
Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη η στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη
κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα.
Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε.
Τότε, από τ' άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να 'ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε όποιον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στο Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά - μακριά μέσα στο μέλλον του - που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει.
Και σκυλιάζοντας, έκανε ν' ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.
Πάνω σε κείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σειρήτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν' αλλάξουνε την πορεία του κόσμου.
Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο.
Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση πού 'χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν.
Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ' τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ' ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα.
Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.
η΄
ΓΥΡΙΣΑ τα μάτια δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Και κοιτώντας έξω καταχιονισμένα
τα δέντρα των κοιλάδων
Αδελφοί μου, είπα ως κι αυτά μια μέρα
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν
Προσωπιδοφόροι μες στον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν
Δάγκωσα τη μέρα και δεν έσταξε ούτε
σταγόνα πράσινο αίμα
Φώναξα στις πύλες κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του γίνηκεν, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
Ω πικρές γυναίκες με το μαύρο ρούχο
παρθένες και μητέρες
Που σιμά στη βρύση δίνατε να πιούνε
στ' αηδόνια των αγγέλων
Έλαχε να δώσει και σε σας ο Χάρος
τη φούχτα του γεμάτη
Μες απ' τα πηγάδια τις κραυγές τραβάτε
αδικοσκοτωμένων
Τόσο δεν αγγίζουν η φωτιά με το άχτι
που πένεται ο λαός μου
Του Θεού το στάρι στα ψηλά καμιόνια
το φόρτωσαν και πάει
Μες στην έρμη κι άδεια πολιτεία μένει
το χέρι που μονάχα
Με μπογιά θα γράψει στους μεγάλους τοίχους
ΨΩMΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Φύσηξεν η νύχτα σβήσανε τα σπίτια
κι είναι αργά στην ψυχή μου
Δεν ακούει κανένας όπου κι αν χτυπήσω
η μνήμη με σκοτώνει
Αδελφοί μου, λέει μαύρες ώρες φτάνουν
ο καιρός θα δείξει
Των ανθρώπων έχουν οι χαρές μιάνει
τα σπλάχνα των τεράτων
Γύρισα τα μάτια δάκρυα γιομάτα
κατά το παραθύρι
Φώναξα στις πύλες κι η φωνή μου πήρε
τη θλίψη των φονιάδων
Μες στης γης το κέντρο φάνηκε ο πυρήνας
που όλο σκοτεινιάζει
Κι η αχτίδα του ήλιου γίνηκεν, ιδέστε
ο μίτος του Θανάτου!
ΙΑ΄
ΟΠΟΥ, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί,
όπου και να πατεί το πόδι σας,
ανοίξετε μια βρύση,
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Δροσερός ο κρουνός θ' αγαλλιάσω.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
μεγαλόφωνα το νου μου ν' απαγγείλει,
ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου.
Δεν μπορώ,
η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε
και τα μάτια μαυρίζουν.
Δεν αντέχω
και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα.
Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν.
Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν.
Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς
κοπροκρατουν το μέλλον.
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
Όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω,
ανοίξετε, αδελφοί,
μία βρύση ανοίξετε,
τη δική σας βρύση του Μαυρογένη!
ΙΒ΄
ΚΑΙ ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ μεσάνυχτα, στους ορυζώνες του ύπνου
άπνοια που με τυραννά και κακό κουνούπι της Σελήνης!
Τα σεντόνια παλεύω και τα μάτια πηχτά
στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:
Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι
των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες
εσείς που κατέχετε το μυστικό
σύρετέ μου στα μάτια ένα δελφίνι
Στα μάτια ένα δελφίνι συρετέ μου
να 'ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να 'ναι η ώρα έντεκα!
Να περνά και να σβήνει την πλάκα του βωμού
και ν' αλλάζει το νόημα του μαρτυρίου
Οι αφροί του λευκοί ν' αναπηδούν επάνω
τον Ιέρακα και τον Ιερέα να πνίξουν!
Να περνά και να λύνει το σχήμα του Σταυρού
και στα δέντρα το ξύλο να επιστρέφει
Ο βαθύς τριγμός να μου θυμίζει ακόμη
ότι αυτός που είμαι, υπάρχω!
Η ουρά του η πλατιά να μου αυλακώνει
από δρόμο ανεχάραγο τη μνήμη
Και στον ήλιο πάλι να με αφήνει
σαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων!
Τα σεντόνια παλεύω και τα χέρια τυφλά
στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω:
Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι
των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες
εσείς που κατέχετε το μυστικό
στην καρδιά την Τρίαινα χτυπήσετέ μου
και σταυρώσετέ μου την με το δελφίνι
Το σημείο που είμαι: αλήθεια ο ίδιος
με την πρώτη νεότητα ν' ανεβώ
στο γλαυκό τ' ουρανού - κι εκεί να εξουσιάσω!
ΙΓ΄
ΑΝΟΜΙΕΣ εμίαναν τα χέρια μου, πως να τ' ανοίξω;
Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, που να κοιτάξω;
Γιοι των ανθρώπων, τι να πω;
Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα!
Εύγε πρώτη νεότης μου και αδάμαστο χείλι
που το βότσαλο δίδαξες της τρικυμίας
και στις μπόρες μέσα, της βροντής αντιμίλησες
Εύγε πρώτη νεότης μου!
Τόσο χώμα στις ρίζες μου έριξες, που κι η σκέψη μου χλόισε!
Τόσο φως μες στο αίμα, που κι η αγάπη μου πήρε
το κράτος και το νόημα τ' ουρανού.
Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη
και στα χέρια του Θανάτου άχρηστο σκεύος
και στα νύχια των αγροίκων, λεία κακή.
Γιοι των ανθρώπων, να φοβούμαι τι;
Πάρετέ μου τα σπλάχνα, τραγούδησα!
Πάρετέ μου τη θάλασσα με τους άσπρους βοριάδες,
το πλατύ το παράθυρο γεμάτο λεμονιές,
τα πολλά κελαηδίσματα, και το κορίτσι το ένα
που και μόνον αν άγγιξα η χαρά του μου άρκεσε
πάρετέ μου, τραγούδησα!
Πάρετέ μου τα όνειρα, πως να διαβάσετε;
Πάρετέ μου τη σκέψη, που να την πείτε;
Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη.
Με το στόμα φιλώντας εχάρηκα το παρθένο κορμί.
Με το στόμα φυσώντας χρωμάτισα τη δορά του πελάγους.
Τις ιδέες μου όλες ενησιώτισα.
Στη συνείδηση μου έσταξα λεμόνι.
ΙΔ΄
ΝΑΟΙ στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Κατράκης - Μπιθικότσης - Δημήτριεφ
Φύγανε και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας
και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!
Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
Τείχισε τις πλευρές του κόσμου
και από το μέρος τ' ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις
και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα
τους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.
Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε.
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο
και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.
Φύγανε και βαθιά κάτω απ' το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας χαλίκι μαύρο
Μην οι γύπες τα πάρουν κι αυτά μυρωδιά και χιμήξουν!
Η καμπάνα σημαίνοντας Των χωριών τα κοπάδια
θάνατο κατέβηκαν
Στις πλαγιές που αγναντεύουν Και φωνή τους ανέμους
το πέλαγο ετάραξεν
Αχ η πείνα μας έχει, παιδιά την ψυχή σκοτεινιάσει!
Στων εθνών τα κρυμμένα Με το στάρι ετοιμάζουνε
εργοστάσια μέταλλα
Το θεριό που δε θέλουνε Και το στόμα του να
θρέφουνε γιγαντώνεται
Ώσπου πια να μη μείνει κανείς και τα κόκαλα τρίξουν!
Αλλά πριν στην κοιλάδα που Λες και στένων ο Άδης
σείστηκε εβόησε
Των σπιτιών οι σκεπές Και το θαύμα τ' ανέλπιστο
ξεκαρφώθηκαν φάνηκαν
Οι γυναίκες ν' ακούν σιωπηλά στων βρεφών τους το κλάμα!
Η ζωή που το θάνατο Σαν τον ήλιο γυμνή
γεύτηκε ξαναγύρισε
Και μην έχοντας αχ άλλο Η ζωή που τα πάντα
τίποτε σπατάλησε
Στα χαλάσματα κάρφωσε μια παπαρούνα που λάμπει!
Αν ποτέ το γεράκι Τη φωνή του προβάτου
ξανάδινε που σπάραξε
Με τ' αυτί στο χορτάρι Των νεκρών την οργή
θ' ακούγαμε πως γυμνάζεται
Το σκοτάδι ν' αρπάξει μεμιάς κι απ' την άλλη να δείξει ! ******************************************************************************************************************
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ
ΕΙΠΕΝ ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των προβάτων.
Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε.
Άλλοι όμως, και πολλές φορές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου, από δέντρα και μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση της αυλής των προβάτων.
Και ιδού πάντα γυμνός εγώ και χωρίς ποίμνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου.
Και στα δόντια του γυάλισεν η αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της καθώς που τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.
Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν' ακούσουνε τέτοιο τρίξιμο, τρόμαξαν.
Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και συχνά,
μίλια μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους.
Παρευθύς λοιπόν τα πέδιλα τ' απατηλά ποδέθηκαν.
Και μισοί πιάνοντας τους άλλους μισούς, από το να και τ' άλλο μέρος τραβούσανε, τέτοια λόγια λέγοντας: άξια και καλά τα έργα σας, και ορίστε αυτή που βλέπετε η θύρα η κλειστή της αυλής των προβάτων.
Ασηκώστε το χέρι και μαζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η φωτιά και το σίδερο.
Σπιτικά μη φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ σε γιου
ή πατέρα ή μικρού αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε.
Ειδέ τύχει κανείς από σάς κι ή φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω, να ξέρει: επάνω του το κρίμα και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο.
Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν' αλλάζει ο καιρός, μακριά στο μαυράδι των νεφών και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων. Σα να πέρασε αγέρας χαμηλά βογγώντας και ν' απόριξε άδεια τα κορμιά, δίχως μια στάλα θύμηση.
Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψηλά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη, γραπωμένο από κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ' τ' άλλα, πό 'χουν τη μύτη σουγλερή και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο.
Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ' αδερφού μικρού ο μεγάλος.
Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και πολλές γυναίκες
απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέσανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε.
Μόνο αγέρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια και στα λίγα καμένα λιθάρια μεριές-μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων.
Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό.
Που τη θύρα χτυπούσανε ν' ανοίξουνε της αυλής των προβάτων.
Και φωνή προβάτου δεν ακούστηκε παρεχτός επάνω στο μαχαίρι.
Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που 'γερνε μες στις φλόγες τις ύστερες να καεί.
Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων.
που αργά τα μάτια του άνοιξαν και σταλάξανε τη δροσιά
στο χώμα που ήμουν ο ένοχος.
Έριξα το σκοτάδι στο κρεβάτι του έρωτα
με του κόσμου τα πράγματα στο νου μου γυμνά
και το σπέρμα μου τίναξα τόσο μακριά
που αργά οι γυναίκες γύρισαν μες στον ήλιο και πόνεσαν
και γεννήσανε πάλι τα ορατά.
Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω;
Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές
ενωρίς τη λεύκα μου άναψα
με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα
εκεί μόνος την έστησα:
Φύσηξες και λαχτάρισαν τα σωθικά μου
ένα-ένα μου γύρισαν τα πουλιά!
ια΄
ΘΑ ΧΑΡΩ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων
Σεμνά θα υπηρετώ την τάξη των πουλιών
Στον όρθρο της Συκιάς από τις νύχτες θα 'ρχομαι
Κατάδροσος να φέρω στην ποδιά μου
Το κυανό το ρόδινο το μώβ
Και τις γενναίες του νερού ν' ανάβω
Σταγόνες ο γενναιότερος.
Εικονίσματα θα 'χω τ' άχραντα κορίτσια
Ντυμένα στου πελαγους μόνο το λινό
Θα δέομαι να πάρει της μυρτιάς το ένστικτο
Η αγνότη μου και τους μυώνες θηρίου
Το ποταπό το δύστροπο το αχνό
Στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω
Για πάντα ο σφριγηλότερος.
Θα περάσουν καιροί πολλών ανομημάτων
Του κέρδους της τιμής των τύψεων του δαρμού
Λυσσώντας θα χιμάει ο Βουκεφάλας του αίματος
Τις άσπρες μου λαχτάρες να λαχτίσει
Την αντρειά τον έρωτα το φως
Και κραταιές οσφραίνοντάς τις να χλι-
Μιντρίσει ο κραταιότερος.
Αλλά τότε στις εξ των υψωμένων κρίνων
Που η κρίση μου θα κά νει ρήγμα του Καιρού
Η ενδέκατη εντολή θ' αναδυθεί απ' τα μάτια μου
Ή θα 'ναι αυτός ο κόσμος ή δε θα 'ναι
Ο Τοκετός η Θέωσις το Αεί
Που με τα δίκαια της ψυχής μου θα 'χω
Κηρύξει ο δικαιότερος. ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; - Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο. - Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών. - Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων. - Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι. Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους, για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει.
Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; - Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Αστικού μας Κώδικα. - Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια. - Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών. - Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερέχθειο των Πουλιών. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ' ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; - Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως. - Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών. - Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών. - Βλέπω ψηλά μεσ΄τους αιθέρες το Ερέχθειο των πουλιών - Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Kαι θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα 'ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα 'χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα 'ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ' ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν' αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
ιβ΄ ΑΝΟΙΓΩ το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος Και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του σπηλιές Και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει Τις νύχτες που κλαίν των ανθρώπων τα βάσανα. Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα Και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών Και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε Κρυφά για ν' ακούν των ερώτων τα θαύματα.
****************************************************************************************************************** Ζαλίζει τ' αγιόκλημα και κατεβαίνω στον κήπο μου Και θάβω τα πτώματα των μυστικών μου νεκρών Και το λώρο το χρυσό των προδομένων Αστέρων τους κόβω να πέσουν στην άβυσσο. Σκουριάζουν τα σίδερα και τιμωρώ τον αιώνα τους Εγώ που δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές Κι από γιούλια και ναρκίσσους το καινούριο Μαχαίρι ετοιμάζω που αρμόζει στους Ήρωες. Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολυούνται οι ανεμοι Κι ερείπια σαρώνουνε και χαλασμέvες ψυχές Κι απ' τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν
Τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Πάvτερπνα! ΙΖ΄ Τώρα το χέρι του Θανάτου αυτό χαρίζει τη Ζωή και ο ύπνος δεν υπάρχει. Xτυπά η καμπάνα του μεσημεριού κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα: ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα. Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη κι η ανάσα μου διώχνει απ' την όψη της γης τις στερνές τολύπες του ύπνου. Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου. Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα: Κρήνη την κρύπτη της Ελένης. Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού. Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα. Όθε με δόξα θα περάσω. Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα: Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος! Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση. Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα τους χρόνους της οργής πίσω απ' τα σίδερα. Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο, τον βυθό της Μαρίνας. Όπου αγνός θα περπατήσω. Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας γίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά: Ωσαννά σημαίνοvτας ο ερχόμενος! Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. ΙΗ΄ ΣΕ ΧΩΡΑ μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν κορίτσια κυανά κι αλογάκια πέτρινα με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο. Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουν από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού, άγιος, άγιος, φωνάζοντας. Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας, αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι. Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης, μια στιγμή ζωγραφιζόμουν. Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο. Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους κλείνω κι εμπιστεύομαι. Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο. Γι' αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά, στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων. Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματα μου! Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα το χέρι του Θανάτου αυτό χαρίζει τη Ζωή και ο ύπνος δεν υπάρχει. Xτυπά η καμπάνα του μεσημεριού κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα: ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα. ******************************************************************************************************************
ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιo το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα H στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόνας που κρατά το τρικάταρτο σα να το σώζει σα να το κάνει τάμα στους ανέμους σα να λέει να τ' αφήσει και πάλι όχι Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας η εννιά το πρωί σαν περγαμόντο ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος τ' ουρανού του γλαυκού φυτείες και στέγες ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι και του μαύρου καπνού το κηρύκειο Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος η Τραμουντάνα, η Όστρια ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κάμα που κλωσάει στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος Οι δεκάξι νομάτοι που τραβούν την τράτα ο ακάθιστος γλάρος ο αργοπλεύστης οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο Στο γαρμπή τ' αρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα έως όλο το μάκρος τους τ' αφρισμένα με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος η Θάσος, η Iθάκη, η Σαντορίνη η Κως, η Ίος, η Σίκινος ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέτρινο πεζούλι αντίκρυ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει Του κορμού του αρχαίου του δέντρου η Ήρα ο δαφνώνας ο απέραντος ο φωτοφάγος ένα σπίτι σαν άγκυρα κάτω στο βάθος η Κυρά-Πηνελόπη με την ηλακάτη Της αντίπερα όχθης των πουλιών ο βόσπορος ένα κίτρο απ' όπου ο ουρανός εχύθηκε η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ'το πέλαγος μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφών και σφένταμων ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ' αλώνια ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε: ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας το δαίμονα Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των κήπων Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν οι νεκροί άνθη της αύριον Ο χωρίς δισταγμούς ένστικτος νόμος ο σφυγμός ο ταχύς παίκτης του βίου ο αιμάτινος θρόμβος ο σωσίας του ήλιου κι ο κισσός ο άλτης των χειμώνων ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο-σκαραβαίος το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου ο Απρίλης που ένιωσε ν' αλλάζει φύλο της πηγής το μπουμπούκι ό,τι που ανοίγει Το χειράμαξο γέρνοντας με το 'να πλάι μια χρυσόμυγα που άναψε φωτιά στο μέλλον του νερού η αόρατη αορτή που πάλλει και γι' αυτό ζωντανή κρατά η γαρδένια ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ τα οικόσιτα της Nοσταλγίας τα λουλούδια τα νήπια της βροχής που τρέμουν τα μικρά και τετράποδα στο μονοπάτι τ' αψηλά στους ήλιους και τα ρεμβοκίνητα Τα σεμνά με την κόκκινη αρρεβώνα τα κομπάζοντας έφιππα μες στους λειμώνες τα σε καθαρό ουρανό εργασμένα τα στοχαστικά και τα χιμαιροποίκιλτα Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί ο Μενεξές, η Πασχαλιά, ο Υάκινθος το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Αστρολούλουδο ΑΞΙOΝ ΕΣΤΙ το σύννεφο στη χλόη στο βρεμένο αστράγαλο το φρτ της σαύρας το βαθύ της Μνησαρέτης βλέμμα που δεν είναι αρνιού και άφεση δίνει Της καμπάνας ο άνεμος ο χρυσεγέρτης ο ιππέας που πάει ν' αναληφτεί στη δύση και ο άλλος ιππέας ο νοητός που πάει της φθοράς τον καιρό ν' ανασκολοπίσει Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει Ένας κόμπος ψυχής κι ούτε πια λέξη σαν παράθυρο άδειο η Αρετούσα και ο έρωτας έλθοντ' εξ' οράνω πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια Των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια μια χαμένη σαν όνειρο: η Αριγνώτα ένα φως μακρινό που λέει: κοιμήσου σαστισμένα φιλιά σαν πλήθος δέντρα Το λιγάκι πουκάμισο που τρώει ο αέρας το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην κνήμη του αιδοίου το μενεξεδένιο αλάτι και το κρύο νερό της Πανσελήνου ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης Τα νυχτέρια τ' ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα το ρολόι το άυπνο που δε φελάει ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα όρθια με το μαύρο πόδι τα καράβια οι αίγες των Υπερβορείων τα καράβια οι πεσσοί του Πολικού και του Ύπνου τα καράβια οι Nικοθόες κι οι Εύαδνες Τα γεμάτα βοριάδες και φουντούκι του Όρους τα μυρίζοντας μούργα και χαρούπι αρχαίο τα γραμμένα στη μάσκα τους καθώς οι Αγίοι τα την ίδια στιγμή λοξά και ακίνητα Η Αγγέλικα, ο Πολικός, οι Τρεις Ιεράρχαι Ο Ατρόμητος, η Αλκυώv, η Nαυκρατούσα το Μαράκι, το Έχει ο Θεός, η Ευαγγελίστρια ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κύμα που αγριεύει και σηκώνεται πέντε οργιές επάνω τα χυμένα μαλλιά στο όρνεο που γυρίζει και χτυπιέται στα τζάμια με την καταιγίδα Η Μαρίνα καθώς προτού να υπάρξει με του σκύλου το καύκαλο και τα δαιμόνια η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης η Μαρίνα ο χαλασμός του κόσμου Τα μουράγια ξεσκέπαστα στη σοροκάδα ο παπάς των νεφών που αλλάζει γνώμη τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο ακουμπούνε γλυκά και αποκοιμιούνται Της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο η παρθένα ελιά το λόφο ανηφορίζοντας ούτε μία φωνή στα κουρασμένα σύννεφα της πολίχνης το σαλιγκαράκι που έσπασε ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος ο από πριν χαμένος εσύ να 'σαι Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι: ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και αυτός η Zωή Αυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι Θεσμοί Αυτός η ευθεία του φυτού η το σώμα τέμνοντας Αυτός η εστία του φακού η το πνεύμα καίγοντας Αυτός η δίψα η μετά την κρήνη Αυτός ο πόλεμος ο μετά την ειρήνη Αυτός ο θεωρός των κυμάτων ο Ίων Αυτός ο Πυγμαλίων πυρός και τεράτων Αυτός η θρυαλλίδα που από τα χείλη ανάβει Αυτός η αόρατη σήραγγα που υπερκερά τον Άδη Αυτός ο Ληστής της ηδονής που δε σταυρώνεται Αυτός ο Όφις που με το Στάχυ ενώνεται Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη Aυτός των όμβρων του φωτός η εαροσύνη ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γύρισμα του λύκου στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε άνθη Το λιγάκι που αγγίζοντας αφήνει ο γλάρος και φωτίζει τα βότσαλα σαν αθωότης η γραμμή που χαράζεται μες στην ψυχή σου και το πένθος μηνά του Παραδείσου ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασίας αχερουσιο σάλπισμα και πύρινη ώχρα το καιούμενο ποίημα και ηχείο θανάτου οι δορύαιχμες λέξεις και αυτοκτόνες Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων το βουνά τα βαρύθυμα, τα μαστοφόρα τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας τα κλεισμένα ολούθε και τα σαραντάπορα Τα γεμάτα ψιλόβροχο σαν μοναστήρια τα χωμένα στο πούσι των προβάτων τα ήρεμα πηγαίνοντας καθώς βουκόλοι με το μαύρο ζιμπούνι και με το πανωμάντιλο Η Πίνδος, η Ροδόπη, ο Παρνασσός ο Όλυμπος, ο Τυμφρηστός, ο Ταΰγετος η Δίρφυς, ο Άθως, ο Αίνος ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση ο καπνός ο ατάραχος που πάει των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέρασμα του λύχνου το γεμάτο χαλάσματα και μαύρους ίσκιους η σελίδα που γράφτηκε κάτω απ' το χώμα το τραγούδι που είπε η Λυγερή στον Άδη Τα ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στο τέμπλο οι αρχαίες οι λεύκες οι ιχθυοφόρες οι εράσμιες Κόρες με το πέτρινο χέρι ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία Τ' ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα με την ευδοκία η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει το πολύ σιμά και όμως αόρατο Η σκιά που τα γέρνει με το πλάι στο χώμα ένα κάτι του κίτρινου στη θύμησή τους η αρχαία τους όρχηση πάνω απ' τους τάφους η σοφία τους η αδιατίμητη Η Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος ο Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια των παιδιών που κρατιούνται χέρι-χέρι των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη και το μάλλινο έρημο μέσα στ' αγιάζι Ο στυφός μες στα δόντια επίορκος δυόσμος δύο χείλη που αδύνατο να στέρξουν - και όμως το "αντίο" στα τσίνορα που λίγο λάμπει και μετά ο για πάντοτε θολός κόσμος Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο στην καταστραμμένη του φωνή ο Ηράκλειτος των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη το μικρό "γιατί", που έμεινε αναπάντητο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιο το "νυν" και ποιο το "αιέν " του κόσμου: ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη Νυν Νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο Νυν το Περίβλημα της Γης και η Εξουσία Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου Νυν Νυν το μηδέν και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας! ****************************************************************************************************************
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πως έγραψε το Άξιον Εστί.
Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο
παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό
μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάνης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το ατόμό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σοφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».