Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι, τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές, τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι, σου μάθαινε το αύριο και το χθες...
.
.
Πορτρέτο του Μ.Ελευθερίου (4 Μαρτίου 2016) |
Την 1η Μαΐου του 1944 στο «Σκοπευτήριο της Καισαριανής», εκτελούνται 200 Έλληνες αγωνιστές από τα κατοχικά στρατεύματα, ως εκδίκηση για τον θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού. Ο Μάνος Ελευθερίου είναι μόλις 6 ετών, αλλά το γεγονός αυτό στιγμάτισε μια ολόκληρη γενιά και στα μάτια των Κομμουνιστών, τουλάχιστον, η εκτέλεση συνδέθηκε άρρηκτα με τα ιδεολογικά ξαδέλφια των Ναζί στην Ελλάδα, τους ακροδεξιούς.
Η Ελλάδα του 1946 είναι ιδεολογικά διχοτομημένη σε «αριστερούς» και «δεξιούς» με αποτέλεσμα τον Ελληνικό εμφύλιο (1946-49). Είναι η αρχή του Ψυχρού πολέμου και στην Ελλάδα θα παιχτεί το πρώτο επεισόδιο.
Οι κομμουνιστές χάνουν τον πόλεμο κι υπόκεινται σε διώξεις, εξορία και λογοκρισία. Οι συστηματικοί βασανισμοί, διωγμοί σε ξερονήσια (π.χ. Μακρόνησος, Τρίκερι, Άη Στράτης), στρατοδικεία και φυλακισμοί των Κομμουνιστών θα σταματήσουν το 1974 με την μεταπολίτευση.
Ο Ελευθερίου ανήκει στους «αριστερούς» και θα πέσει θύμα λογοκρισίας η δουλειά του την περίοδο της επταετίας.
Ο στίχος «…παρά να ζεις με αυτήν την συμμορία και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά…» θα λογοκριθεί σε «…παρά να ζεις με αυτήν την κομπανία και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά…» όπως επίσης κι ο στίχος «… Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες και ξημερώνοντας Παρασκευή …» θα αλλαχτεί σε «… Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες και ξημερώνοντας μέρα κακή …». Και οι δύο λέξεις που λογοκρίθηκαν, αποτελούν άμεση αναφορά στην χούντα των συνταγματαρχών που καταλαμβάνει την χώρα την 21η Απριλίου 1967, ημέρα Παρασκευή, όπως επίσης και η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το ποίημα σε σχέση και με τον Γιώργο Σεφέρη:
Σύμφωνα με λήμμα στην wikipedia, ο Μάνος Ελευθερίου δημοσιεύει το τραγούδι στον δίσκο «Θητεία» το 1974, μετά την πτώση της Χούντας. Ο δίσκος - και πιθανότατα το «Μαλαματένια λόγια» - γράφεται το 1971, άρα γράφεται μέσα στην επταετία.
Το 1971 είναι σημαντική χρόνια για τον Μ. Ελευθερίου. Οι σαφείς αναφορές των στίχων στον Γιώργο Σεφέρη δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αμφιβολίες, ο θάνατος του Σεφέρη το 1971 αποτελεί την αφορμή για να γραφτεί το τραγούδι.
Ο Γ. Σεφέρης γεννήθηκε το 1900 και είναι ένας από τους τρεις σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του περασμένου αιώνα μαζί με τους Ο. Ελύτη και Κ. Π. Καβάφη. Είναι ένας από τους δύο Έλληνες που έχει βραβευθεί με Νόμπελ λογοτεχνίας (1963).
Το γεγονός πως προσωπικότητες όπως ο T. S. Eliot είχαν προτείνει τον Σεφέρη για Νόμπελ το 1955 και το 1961 δείχνει την καθολική αναγνώριση στο πρόσωπο του Έλληνα ποιητή, σε παγκόσμια κλίμακα, από τις αρχές της δεκαετίας του 50’.
Ο Σεφέρης λοιπόν εκείνη την εποχή, είναι ο αδιαμφισβήτητος πνευματικός ηγέτης της χώρας. Ο θαυμασμός του Μ. Ελευθερίου για τον Σεφέρη, αντανακλάται ξεκάθαρα και στην κριτική που ασκεί το 2010 στον Κόλια (γνωστό ως Νίκο Καββαδία). Ο Σεφέρης όμως δεν είναι «αριστερός». Τουλάχιστον όχι με την συμβατική έννοια. Είναι «αστός» με ότι αυτό συνεπάγεται. Τονίζει την ανωτερότητα του, περιφρονεί άλλους ποιητές (π.χ. Κόλιας, Καρυωτάκης, Φ.Αγγουλές) και διαφοροποιείται από την «κατώτερη τάξη» με κάθε ευκαιρία. Είναι επίσης ξεκάθαρο πως δεν είναι «δεξιός» αλλά η Χούντα προσπαθεί να τον πλησιάσει τα πρώτα χρόνια. Αν και θα συνεργαστεί με τον Θεοδωράκη το 1960, θα αρνηθεί να συνδράμει σε δουλειά του ίδιου κι άλλων αριστερών καλλιτεχνών το 1968, καθώς το θεωρεί αδιάφορο. Το 1969 θα μιλήσει πρώτη φορά κατά της Χούντας δημόσια.
Η κηδεία του Γ. Σεφέρη το 1971 αποτελεί μια από τις ελάχιστες πορείες διαμαρτυρίας κατά της «Χούντας των Συνταγματαρχών» που έγιναν μέσα στην επταετία.
«Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι, τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές, τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι, σου μάθαινε το αύριο και το χθες, μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη, με του καιρού δεμένος τις κλωστές».
Η πρώτη στροφή είναι άμεση αναφορά στα παιδιά που διδάσκονται Σεφέρη και ταυτόχρονα μια αυτοκριτική, καθώς ο ποιητής θεωρεί πως δεν μπορεί να ξεπεράσει τα δεσμά του, κάτι που θα το «πληρώσει» αργότερα.
«Τ’ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία, που στράγγιξες χαμένα μια γενιά, καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία, και να `σουν ράφτρα μες στην κοκκινιά, κι όχι να ζεις μ’ αυτή την κομπανία και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά…»
Η δεύτερη στροφή και πάλι αναφέρεται στα παιδιά που μεγαλώνουν κατά την διάρκεια της επταετίας και διαβάζουν Σεφέρη, όμως μεταφράζουν τα ποιήματα του Σεφέρη κατά την ανάγνωση/αφήγηση των χουντικών.
Ας έχουμε κατά νου πως δεν υπήρχε καμία ένδειξη το 1971 που γράφονται οι στίχοι, πως η χούντα θα πέσει σε 3 χρόνια και θα έρθει η μεταπολίτευση κι όχι μια άλλη χούντα ή ένας ακόμη εμφύλιος. Ο Ελευθερίου θεωρεί την «πλύση εγκεφάλου» δεδομένη, για την νέα γενιά.
«Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι, απ’ του καιρού την άγρια πληρωμή, στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι, τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή, και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει και το μαράζι δίχως αφορμή».
«Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι, τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά, κι απ’ το παλιό μαρτύριο να ‘χει μείνει, ένα σκυλί τη νύχτα που διψά, γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη, παραμιλούν στην ακροθαλασσιά».
«Και στ’ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια, θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή πώς έγινε με τούτο τον αιώνα και γύρισε καπάκι η ζωή, πώς το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια, να μην ακούσεις έναν ποιητή».
Στις 3 παραπάνω στροφές ο ποιητής αναφέρεται στους διωγμούς των αντιφρονούντων, κυρίως των Κομμουνιστών. Η αναφορά στην Καισαριανή σημαίνει πως ο ποιητής δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην περίοδο της επταετίας, αλλά ξεκινά από πριν, καθώς μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον που οι ακροδεξιές παρατάξεις με μια ή άλλη μορφή είναι πάντοτε στην εξουσία (1940-1974).
Ο ποιητής που αναφέρει η στροφή, είναι ο Σεφέρης που πεθαίνει το 1971.
«Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι, ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά, ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη, και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά, μαλαματένια λόγια στο χορτάρι, ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά».
Εδώ ο ποιητής αναρωτιέται ποιος γράφει την ιστορία, τα ιστορικά βιβλία που θα διαβάσουν οι επόμενες γενιές. Ποια αφήγηση των γεγονότων θα κυριαρχήσει. Στο τέλος αναρωτιέται ποιος θα αντικαταστήσει τον Σεφέρη.
«Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες και ξημερώνοντας Παρασκευή, τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες, με πήραν και με βάλαν σε κλουβί και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί».
Ο ποιητής αναφέρεται ευθέως στην Παρασκευή 21ης Απριλίου του 1967. Πέφτει θύμα λογοκρισίας, δεν μπορεί πλέον να εκφραστεί, δεν μπορεί να διδάξει και να πει την αλήθεια, στην νέα γενιά.
Η αναφορά στους «αργυραμοιβούς» πιθανώς είναι στις ξένους κι εγχώριους οικονομικούς παράγοντες που είχαν δοσοληψίες με την Χούντα. (Πιθανόν εδώ αναφέρεται στους Ωνάση, Βαρδινογιάννη, Λάτση, Ανδρεάδη, Νιάρχο κ.α. που εμπλέχτηκαν στην πολυδιαφημισμένη υπόθεση της αγοροπωλησίας του τρίτου διυλιστηρίου, γιατί συμπίπτει η χρονική περίοδος (1969-1973).
Η Χούντα όπως κάθε κυβέρνηση, παρουσίαζε τις ιδιωτικοποιήσεις ως συμφέρουσες για την χώρα.
«Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής, περνούσα τα δικά σου δικαστήρια αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις, να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια και σαν κακούργο να με τιμωρείς».
Στην τελευταία στροφή προβλέπει το ζοφερό μέλλον, όπου οι νέοι θα τον κατηγορούν ως «κακούργο» γιατί αυτό θα έχουν διδαχτεί. Δεν ήταν αρκετά δυνατός για να αντισταθεί στην αλλαγή, άρα το όνομα του θα μείνει στην ιστορία με αρνητικό στίγμα για πάντα.
Θεωρώ πως γράφοντας το τραγούδι ο Ελευθερίου δεν αναφέρεται μόνο στον εαυτό του, αλλά σε όλους τους σημαντικούς αριστερούς καλλιτέχνες που έδρασαν από το 1930 έως το 1970 (Ρίτσος, Λειβαδίτης, Θεοδωράκης, κλπ.).
Υπάρχει η άποψη πως οι στίχοι έχουν αναφορές σχετικές με τον Γιώργο Σεφέρη: Η πρώτη στροφή αφορά την ανάγνωση του έργου του Σεφέρη από τον Μάνο Ελευθερίου: «Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι, τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές, τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι μου μάθαινε το αύριο και το χθες».
Η δεύτερη στροφή είναι αναφορά στο ποίημα «Ελένη» του Σεφέρη: «Τα αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία» / «Τα αηδόνια δεν σε αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Επίσης παρακάτω: «Γυναίκες στην γωνιά με ασετυλίνη, παραμιλούν στην ακροθαλασσιά» / «σαν και μια τέτοια νύχτα στ᾿ ακροθαλάσσι του Πρωτέα σ᾿ άκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο, κι ανάμεσό τους – ποιός θα το᾿ λέγε; – η Ελένη!»
Η τελευταία στροφή είναι αναφορά στο ποίημα «Επί Ασπαλάθων»: «Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος» / «πώς το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή». Ο Ποιητής αυτός είναι προφανώς ο Σεφέρης.
«Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά, ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά, μαλαματένια λόγια στο χορτάρι ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά;»
Ο Σεφέρης πέθανε το 71, λίγα χρόνια πριν το τραγούδι. Και ο Ελευθερίου αναρωτιέται ποιος θα βρεθεί να τον αντικαταστήσει. Φυσικά και όλα αυτά συνδέονται με την Χούντα. Μην ξεχνάμε η κηδεία του Σεφέρη ήταν αφορμή για μια από τις λιγοστές πορείες στην Ελλάδα της επταετίας.
Υπάρχει όμως και η άποψη ότι περισσότερο μάλλον τα «χώνει» στον Σεφέρη παρά τον εξυμνεί. «…καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία και να ‘σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά»!
Να μας πεις για το τώρα, δηλαδή, για τη σημερινή (την τότε) κατάσταση, για τους καημούς του απλού κόσμου κι όχι να μένεις βολεμένος στο αστικό σου περιβάλλον… Την δε κατάσταση την «περιγράφει» σε τρεις στροφές και πιο κάτω: «Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά…». Ποιος θα πει την αλήθεια; Ποιος θ’ αντισταθεί; «…μαλαματένια λόγια στο χορτάρι ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά». Καλές οι Τροίες, οι «Ελένες» και η παρελθοντολογίες, αλλά μ' αυτά/μ’ αυτούς που έρχονται τι θα γίνει; Ποιος θα τους μιλήσει;
Υπάρχει επίσης και η άποψη ότι ίσως ο Ελευθερίου να είχε κάποια στιγμή στείλει στο Σεφέρη κάποιο δείγμα της δουλειάς του και να μην είχε πάρει και πολύ κολακευτικά σχόλια! Άλλωστε ο Σεφέρης δεν ήταν και πολύ γενναιόδωρος με τους «συναδέλφους» του. Είναι γνωστό ότι υποτιμούσε τον Καρυωτάκη, τον Αγκουλέ, και όχι μόνο …
«Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής περνούσα τα δικά σου δικαστήρια αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια και σαν κακούργο να με τιμωρείς».
Αυτή η στροφή έχει μια ιδιαίτερη ιστορία. Όταν ο Μάνος Ελευθερίου είχε ολοκληρώσει το μισό ποίημα το έδειξε στον πολύ καλό του φίλο Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος όταν το διάβασε αναφώνησε: «ρε μαγκάκο, αυτό δεν είναι για τραγούδι.. είναι για δικαστήρια!!»
Τη συλλογή πληροφοριών την έκανε ο Thanasis Longie (facebook)
Μερικές συμπληρωματικές πληροφορίες και σχόλια απ' το διαδίκτυο.
Η μελωδία του τραγουδιού γράφτηκε από τον Γιάννη Μαρκόπουλο στα 13 του, όταν προσπαθούσε να βάλει άλλη μουσική σε κάλαντα και έπειτα από πολλά χρόνια την χρησιμοποίησε γι αυτό το υπέροχο τραγούδι! Υπάρχει η άποψη πως οι στίχοι έχουν αναφορές σχετικές με τον Γιώργο Σεφέρη: Η πρώτη στροφή αφορά την ανάγνωση του έργου του Σεφέρη από τον Μάνο Ελευθερίου: «Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι, τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχθές, τ’ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι μου μάθαινε το αύριο και το χθες».
Η δεύτερη στροφή είναι αναφορά στο ποίημα «Ελένη» του Σεφέρη: «Τα αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία» / «Τα αηδόνια δεν σε αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Επίσης παρακάτω: «Γυναίκες στην γωνιά με ασετυλίνη, παραμιλούν στην ακροθαλασσιά» / «σαν και μια τέτοια νύχτα στ᾿ ακροθαλάσσι του Πρωτέα σ᾿ άκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο, κι ανάμεσό τους – ποιός θα το᾿ λέγε; – η Ελένη!»
Η τελευταία στροφή είναι αναφορά στο ποίημα «Επί Ασπαλάθων»: «Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος ο Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος» / «πώς το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή». Ο Ποιητής αυτός είναι προφανώς ο Σεφέρης.
«Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά, ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά, μαλαματένια λόγια στο χορτάρι ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά;»
Ο Σεφέρης πέθανε το 71, λίγα χρόνια πριν το τραγούδι. Και ο Ελευθερίου αναρωτιέται ποιος θα βρεθεί να τον αντικαταστήσει. Φυσικά και όλα αυτά συνδέονται με την Χούντα. Μην ξεχνάμε η κηδεία του Σεφέρη ήταν αφορμή για μια από τις λιγοστές πορείες στην Ελλάδα της επταετίας.
Υπάρχει όμως και η άποψη ότι περισσότερο μάλλον τα «χώνει» στον Σεφέρη παρά τον εξυμνεί. «…καλύτερα να σ’ έλεγαν Μαρία και να ‘σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά κι όχι να ζεις μ' αυτή την κομπανία και να μην ξέρεις τ’ άστρο του φονιά»!
Να μας πεις για το τώρα, δηλαδή, για τη σημερινή (την τότε) κατάσταση, για τους καημούς του απλού κόσμου κι όχι να μένεις βολεμένος στο αστικό σου περιβάλλον… Την δε κατάσταση την «περιγράφει» σε τρεις στροφές και πιο κάτω: «Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά…». Ποιος θα πει την αλήθεια; Ποιος θ’ αντισταθεί; «…μαλαματένια λόγια στο χορτάρι ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά». Καλές οι Τροίες, οι «Ελένες» και η παρελθοντολογίες, αλλά μ' αυτά/μ’ αυτούς που έρχονται τι θα γίνει; Ποιος θα τους μιλήσει;
Υπάρχει επίσης και η άποψη ότι ίσως ο Ελευθερίου να είχε κάποια στιγμή στείλει στο Σεφέρη κάποιο δείγμα της δουλειάς του και να μην είχε πάρει και πολύ κολακευτικά σχόλια! Άλλωστε ο Σεφέρης δεν ήταν και πολύ γενναιόδωρος με τους «συναδέλφους» του. Είναι γνωστό ότι υποτιμούσε τον Καρυωτάκη, τον Αγκουλέ, και όχι μόνο …
«Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής περνούσα τα δικά σου δικαστήρια αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια και σαν κακούργο να με τιμωρείς».
Αυτή η στροφή έχει μια ιδιαίτερη ιστορία. Όταν ο Μάνος Ελευθερίου είχε ολοκληρώσει το μισό ποίημα το έδειξε στον πολύ καλό του φίλο Γιώργο Ζαμπέτα, ο οποίος όταν το διάβασε αναφώνησε: «ρε μαγκάκο, αυτό δεν είναι για τραγούδι.. είναι για δικαστήρια!!»
Φωτογραφίες και επιμέλεια: Χρήστος Ζουλιάτης (facebook)
******************************************************************************************