Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

«Την Άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις». Από το αστυνομικό ρεπορτάζ μιας άλλης εποχής.

«Την Άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις», έλεγε ο Ελύτης κι εγώ το προχώρησα παραπέρα: Και την εικόνα τη φτιάχνεις αν δεν είσαι εκεί, τη σωστή ώρα, στο σωστό μέρος. Έτσι κι έγινε. Εσείς βλέπετε ένα αυτοκίνητο την ώρα της έκρηξης. Και όμως, είναι μια εσκεμμένη παραπληροφόρηση, ως προς τη σύλληψη, γιατί ως προς την εφαρμογή της, τα πράγματα αλλάζουν. Αποκαλύπτεις και το δηλώνεις ότι είναι ένα τέχνασμα, για να φανεί ποια θα ήταν η εικόνα σε πραγματικό χρόνο. Το τέχνασμα δεν είναι προϊόν phoroshop, τότε δεν υπήρχε αυτή τεχνολογία αλλά, αποτέλεσμα φωτογραφικής τεχνικής την ώρα της λήψης.


20 Νοεμβρίου 1990, λοιπόν, Τρίτη πρωί, ώρα 9.30, έπεσε το τηλεφώνημα από δημοσιογράφο του «αστυνομικού» (ρεπορτάζ): «Ανατίναξαν το αυτοκίνητο του Βαρδινογιάννη. Τρέξε». Όϊ όϊ μάνα μου, προβλέπεται αίμα, κάτι που το ήθελαν οι εφημερίδες. Χωρίς αίμα, δεν έλεγε… Πήρα συντεταγμένες, καβαλάω τη μηχανή και τρέχω στη Νέα Ερυθραία, στην οδό Κ.Βάρναλη 37. Έφθασα σχετικά γρήγορα, καταργώντας, βεβαίως, όλο τον κ.ο.κ., και, την ατυχία μου, μόλις είχε φύγει ο Βαρδής Βαρδινογιάννης (φταίει που σταμάτησα σε δυο κόκκινα φανάρια), σώος και αβλαβής. Πριν, στις 9.17, είχε γίνει στόχος τρομοκρατικής επίθεσης με εκτόξευση τριών ρουκετών, κλεμμένες το 1989 από το στρατόπεδο του Συκουρίου (θυμάστε;). Τα πρώτα λόγια του Κρητικού επιχειρηματία ήταν «Μας την πέσανε. Ευτυχώς τη γλυτώσαμε» και αμέσως, σε συνομιλία που είχε με τον στενό φίλο του Αντώνη Λιβάνη (σιγά μη δεν ήταν φίλοι, τότε διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου) είπε ψύχραιμα: «σούταρε πέναλτι ο Σαραβάκος και βρήκε το δοκάρι». Σώθηκε εξαιτίας του ειδικού θωρακισμένου αυτοκινήτου, στο οποίο επέβαινε, κάτι που δεν είχαν υπολογίσει οι δράστες και στη μη συντονισμένη πυροδότηση της βόμβας που είχε τοποθετηθεί σε σταθμευμένο ΙΧ. Ένα ακόμα λάθος που έκαναν, ήταν που δεν υπολόγισαν πως, για να εκραγούν και οι ρουκέτες, χρειάζεται μια απόσταση περίπου είκοσι μέτρα, ενώ ο Βαρδής, πέρασε σχεδόν δίπλα από το παγιδευμένο αυτοκίνητο χωρίς να υποστεί ούτε τις συνέπειες της ωστικής δύναμης των εκρηκτικών. Την πλήρωσαν τα διπλανά αυτοκίνητα και το ... απέναντι σπίτι. Γυαλιά καρφιά.
Ο ίδιος, είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπάρχουν ... πολιτικά κίνητρα στη δολοφονική επίθεση εναντίον του ενώ, είχε πει ότι, δεν ... γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους επεχείρησε να τον σκοτώσει η «17N».
Πάντως, στους αστυνομικούς κύκλους, είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση η χρησιμοποίηση τριών ρουκετών και μιας βόμβας, ενέργεια που «έδειχνε τη σιγουριά των μελών της ''17Ν''  στο στήσιμο τέτοιων, μεγάλου ρίσκου, επιχειρήσεων». 
Υπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν ο Ιωάννης Βασιλειάδης, ο οποίος απλά, έκανε δηλώσεις, του στιλ «'τους ακουμπάμε», ενώ άμα ήταν ο Κλουζώ Χρυσοχοϊδης, θα τους είχε πιάσει επ΄ αυτοφώρω. Για την ιστορία, η «17Ν» εξαρθρώθηκε το 2002 εντελώς από τύχη, όταν συνελήφθη βαριά τραυματισμένος ο Σάββας Ξηρός έπειτα από πρόωρη έκρηξη του αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού που τοποθετούσε στα εκδοτήρια ακτοπλοϊκής εταιρίας στον Πειραιά. Πολύ απρόσεκτο αυτό το παιδί. Έχασε και δυο τρία δάχτυλα και κάτι έλειψε από την ομορφάδα του προσώπου του.
Ο Χριστόδουλος Ξηρός, το ευτραφές αδελφάκι, παραδέχτηκε πως συμμετείχε στην ενέργεια εκτόξευσης των τριών ρουκετών κατά του Βαρδινογιάννη, μαζί με τον Σάββα, τον «Λουκά» (λέγε με Κουφοντίνα) και τον «Χάρη» (πεστον Ηρακλή Κωστάρη). Τώρα, ποιος πάτησε το κομβίον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Σάββας ή ο «Λουκάς» δεν γνωρίζουμε.

Απολαύστε μια στιχομυθία από τη δίκη της οργάνωσης.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Η Πολιτική Αγωγή.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Τρεις ερωτήσεις θα κάνω μόνο: Κύριε Βαρδινογιάννη, αμέσως μετά την επίθεση είχατε δηλώσει ότι «σούταρε πέναλτι ο Σαραβάκος και βρήκε το δοκάρι».
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Αυτό το είπα σ’ ένα φίλο μου, πού το ξέρετε εσείς;
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Το έγραψαν οι εφημερίδες. Με αυτή την έκφραση, δείχνατε καθαρά ότι αποδέχεστε τους κανόνες του παιχνιδιού και του πέναλτι, την οποία οι δημοσιογράφοι τη χαρακτηρίζουν την εσχάτη των ποινών μάλιστα. Δε νομίζω ότι είναι κάτι πιο φυσικό και το παραδέχεστε κι εσείς μ’ αυτή τη δήλωση, εσείς που είστε ένας από τους επιφανέστερους κεφαλαιοκράτες, ένας από τους επιφανέστερους καπιταλιστές της Ελλάδας…
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Μιλάει μακριά από το μικρόφωνο)
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: (Μιλάει μακριά από το μικρόφωνο)
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: (Μιλάει μακριά από το μικρόφωνο)
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Σας παρακαλώ κύριε, θα μου μιλάτε στον πληθυντικό όταν σας μιλάω. Δε θα μιλήσουμε αυτή τη γλώσσα που ξέρετε. Αν αυτή τη γλώσσα ξέρετε, εγώ δεν την ξέρω.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ακούστε, αυτά, «αυτή τη γλώσσα που ξέρετε» κτλ. … σας παρακαλώ.
Ι. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: «Σιγά τα λάχανα» σε υπερασπιστή κ. Πρόεδρε; Αν είναι δυνατόν!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Κουφοντίνα κάνετε την ερώτησή σας;
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Θα κάνω την ερώτηση. Απλώς εξερράγη η κα συνήγορος, γιατί δεν το ακούσατε εσείς, είπε «σιγά το μούτρο» για την κα Κούρτοβικ. Δείχνει πώς σέβεται τους θεσμούς ο κύριος αυτός. Τι λάχανα, τι μπρόκολα, τι μούτρο, για σας, για το λόγο σας είναι το ίδιο… Αυτό που θα ρωτήσω είναι: Με αυτή τη δήλωση αποδέχεται ως φυσικό αυτός ο οποίος αποτελεί έναν από τους επιφανέστερους κεφαλαιοκράτες της χώρας, να γίνει στόχος μιας αντικαπιταλιστικής Επαναστατικής Οργάνωσης. Αυτό δείχνει αυτή του η δήλωση.
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, εγώ είπα ένα καλαμπούρι για να δώσω έναν καλαμπουρίστικο τόνο στην επίθεση που μου έγινε και το είπα τηλεφωνικά σ’ ένα φίλο μου, στον Αντώνη Λιβάνη, να πω και σε ποιον το είπα. Και δε δείχνει τίποτα. Ούτε παραδέχομαι ποτέ ότι αυτοί οι κύριοι που δικάζονται τώρα εδώ πέρα είχαν δικαίωμα να αντλήσουν από τους εαυτούς τους να κάνουν αυτά τα οποία έκαναν, τους θανάτους που έκαναν. Εγώ τη γλίτωσα, αλλά δεν τη γλίτωσαν οι άλλοι, ούτε ο Μπακογιάννης ούτε οι άλλοι τη γλίτωσαν. Άλλη ερώτηση έχετε;
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Άλλες δύο έχω. Δηλώσατε και εδώ, δηλώσατε και στην πρώτη δίκη, ότι «εγώ δύο χρόνια την ερεύνησα την υπόθεση με δικά μου μέσα. Έφερα ξένους εδώ αλλά δεν είχα κανένα αποτέλεσμα. Έψαχνα να τους βρω, δεν τους βρήκα. Ήμουν άτυχος εγώ για να τους βρω και τυχεροί αυτοί που δεν τους βρήκα». Θα ήθελα να μου πείτε πρώτα πρώτα, τι είναι αυτοί οι ξένοι ειδικοί που φέρατε. Ανήκαν σε κανένα ευαγές ίδρυμα, σε κανένα συνδικάτο; Τι ήταν αυτοί οι ειδικοί τέλος πάντων;
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν απαντώ σε τέτοιες ερωτήσεις εγώ.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Μάλιστα. Λέτε μετά ότι «ήταν τυχεροί που δεν τους βρήκα». Τι τύχη θα είχαν δηλαδή αυτοί; Μήπως θα είχαν την τύχη του νεαρού σοσιαλιστή Κοινοτάρχη Γιάννη Κουτσάκη που δολοφονήθηκε γκαγκστερικά; Αυτή την τύχη θα είχαμε;
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Δεν ξέρω τι σχέση έχει το ένα με το άλλο.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Θα τα καταθέσουμε αυτά.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ μην απαντάτε. Άλλη ερώτηση.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Γνωρίζετε το Γιώργο Λευκαδίτη και το Νίκο Σταματιάδη;
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Δε θυμάμαι.
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Δε μπορεί να μη τους θυμάστε. Ήταν δύο από τους εργάτες, ο ένας μάλιστα πατέρας δύο ανήλικων παιδιών που δολοφονήθηκαν στο γκαζάδικό σας, επειδή για να κερδίσετε λεφτά δεν είχατε κάνει τον καθαρισμό του χώρου. Και δολοφονήσατε δυο εργάτες, μαυροφορεθήκανε δυο οικογένειες στο βωμό των κερδών σας.
Β. ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, πώς του δίνετε το δικαίωμα να μιλάει έτσι; Πώς του επιτρέπετε αυτού του αλήτη να μιλάει έτσι;
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Δε δολοφονήθηκαν; Δεν είναι γεγονός ότι δολοφονήθηκαν δυο εργάτες για να κερδίσει μερικές ψωροδεκάρες ο κ. Βαρδινογιάννης;
Α. ΛΥΚΟΥΡΕΖΟΣ: Εσείς δολοφονούσατε, οι άλλοι δε δολοφονούσαν. Εσείς είστε οι δολοφόνοι, κανένας άλλος! Κι όχι η Αριστερά την οποία επικαλείστε! Η Αριστερά δε δολοφονούσε έτσι!
Δ. ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, 4 μήνες φάγανε για το ΣΑΜΙΝΑ, 82 πνίξανε! Αυτή είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής!

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Διακόπτουμε για λίγη ώρα.

Κι εκείνοι ζήσανε καλά κι εμείς, τι να σου πω τώρα, το ψάχνω ακόμα...



Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Λέων Αυδής / Ένας αλλά Λέων, με ξεκάθαρη ταξική συνείδηση.

Ένας αλλά Λέων. Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ, επισημαίνοντας πως η φράση αυτή, είναι αρκετή για να εκφράσει το μέγεθος ενός διανοούμενου αγωνιστή, που έτυχε να τον γνωρίσω από κοντά στις δημοτικές εκλογές του 1994, όταν ήταν υποψήφιος για τη Δημαρχία της Αθήνας με την παράταξη που στήριζε το ΚΚΕ. Είχε κυριολεκτικά οργώσει τις υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας για να έρθει σε επαφή με τις αδικημένες μάζες και να εξηγήσει, πως τους πρέπει μια καλύτερη ζωή. Και εκεί που ήταν καταπονημένος από κάποια περιοδεία, μας έλεγε «πάμε να πιούμε ένα ούζο στην κρεταγορά» για να βρεθεί μέσα σε κόσμο. Καλοσυνάτος, προσφιλής και δημοφιλής, όλοι τον ήξεραν και τον χαιρετούσαν με σεβασμό και εκτίμηση. Έτσι, μου δόθηκε να ζήσω από κοντά τη σεμνότητα, το ήθος, την ειλικρίνεια και την αρχοντιά του Κερκυραίου αριστοκράτη, που έβλεπε τη ζωή από ξεκάθαρη ταξική σκοπιά, μέχρι που «έφυγε» απ΄τη ζωή το 2000, στα 63 του χρόνια. Η κηδεία του Λέων Αυδή (δεν ήθελε γενική στο όνομά του) ήταν η πρώτη πολιτική κηδεία που έγινε στη χώρα μας και έγινε σύμφωνα με την δική του επιθυμία.


Θέλω, όμως, να παρουσιάσω τις εξαιρετικές προσεγγίσεις φίλων που τον έζησαν από κοντά.
Ο Θόδωρος Θεοδωρόπουλος, επιστήθιος φίλος του Αυδή, βγαλμένος κι αυτός από την ίδια στόφα, τον είχε περιγράψει με τρόπο συμπυκνωμένο και ακριβή: «Η ζωή του Αυδή, είναι ένας φάρος. Ένα μέτρο σύγκρισης. Μια ώθηση κι ένα ερέθισμα για ποιοτική άνοδο. Μια πρόταση για την καθημερινή λειτουργία του ανθρώπου, για την οργάνωση μιας άλλης κοινωνίας ''για την καινούρια γέννα, που όλο την περιμένουμε και όλο κινάει για να ‘ρθει κι όλο συντρίμμια γίνεται στο γύρισμα των κύκλων'' όπως λέει ο ποιητής».
Ο Νίκος Μπογιόπουλος γράφει στον Ημεροδρόμο:
«Μόλις συναντούσες τον Αυδή, καταλάβαινες τι σημαίνει να προηγείται του προσώπου ο μύθος του. Είχα ακούσει για τον Λέων, τον εξόριστο από την απριλιανή χούντα στη Σίκινο. Είχα μάθει για τον διαπρεπή αντιπρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας, τον βαθύ γνώστη του εργατικού δικαίου που ζούσε στο ταπεινό Γουδή και έδιωχνε δουλειές εκατομμυρίων από το δικηγορικό του γραφείο όταν του ζητούσαν να ασκήσει την επιστήμη του εναντίον των εργαζόμενων...
Συχνά τον συναντούσα στο κέντρο της πόλης, κατά το μεσημέρι, να περιμένει το λεωφορείο στη στάση εκεί χαμηλά στη Σόλωνος. Άλλοτε, χωρίς εκείνος να με έχει δει, τον παρακολουθούσα να κινείται, πάντα με τα πόδια, να περπατά στην πόλη του, στην Αθήνα. Σε κάθε βήμα του, όλο και κάποιος να τον χαιρετά, να τον σταματούν, να του μιλούν. Κουβέντες ανθρώπινες. Ήταν ''ένα'' με τους ανθρώπους της πόλης του, της Αθήνας, ο Λέων. Τους ήξερε. Και κείνοι τον ήξεραν. Ήτανε δικός τους».
Ο Θανάσης Κάππος σε άρθρο του, χρησιμοποιεί στίχους του Τάσου Λειβαδίτη: «Γιατί απλά κάποιοι άνθρωποι είναι τόσο πολύ ξεχωριστοί που αξίζει να ζεις, μόνο και μόνο για να τους συναντήσεις κάποτε. Έξοχη περιγραφή του Τάσου Λειβαδίτη για ‘κείνους τους ανθρώπους που στο πέρασμα τους από τη ζωή άφησαν βαθιά χαραγμένο το στίγμα και τη σφραγίδα τους».
Οι "γειτονιές του κόσμου" του Γιάννη Ρίτσου, θα μπορούσε να είχε γραφτεί για τον Λέων Αυδή:
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις...
Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις˙
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θάσαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα 
που γι' αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα 
μέσα σ' όλο τον κόσμο».
(Μακρόνησος, Άι-Στράτης 1949-1951)

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Το παράνομο Τυπογραφείο του ΕΑΜ και η θρυλική «Βικτώρια» κάτω απ΄ το σαλόνι.

Σοκ και δέος με την ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης «Βικτώρια»
Σοκ και δέος ένιωσα όταν πρωταντίκρυσα την «Βικτώρια», κατεβαίνοντας την κρυφή καταπακτή στο … σαλόνι του Βαγγέλη Μενεμενή, που σαράντα χρόνια παρέμενε κλειστή, σκεπασμένη μόνιμα με ένα χαλί, χωρίς να γνωρίζει κανένας, ούτε τα παιδιά του, ούτε ακόμα και η γυναίκα του, πως κάτω απ΄τα πόδια τους και σε βάθος δύο μέτρων υπήρχε το παράνομο τυπογραφείο του ΕΑΜ, όπου τυπωνόταν κατά κανόνα και μόνιμα η εφημερίδα του ΕΑΜ, «Ελεύθερη Ελλάδα» και «Απελευθερωτής» (όργανο του ΕΛΑΣ) και σποραδικά, φύλλα του «Ριζοσπάστη», έντυπα του ΚΚΕ, διάφορα έντυπα του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Αλληλεγγύης. 


Ήταν το μεγαλύτερο παράνομο Τυπογραφείο στην κατεχόμενη Ευρώπη. Έβγαιναν τεσσεράμισι με πέντε χιλιάδες φύλλα, τρεις φορές τον μήνα και οι χρεωμένοι σε αυτή τη δουλειά, δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ, συνέχεια, από την Άνοιξη του 1942 μέχρι τον Οκτώβρη του 1944 που έφυγαν οι Γερμανοί, διατηρώντας, πάντα, όλους τους κανόνες της  παρανομίας και προφύλαξης από περίεργα μάτια και «ευαίσθητα» αυτιά. Βλέπεις, η «Βικτώρια» έκανε ένα σχετικό θόρυβο. Έκτοτε, παρέμεινε κλειστό για σαράντα χρόνια.

Είχα την τύχη και την τιμή να κατέβω πρώτος την καταπακτή
του, το 1984, μετά από πρόσκληση του ΚΚΕ και να φωτογραφήσω τη θρυλική εκτυπωτική μηχανή «Βικτώρια» και τα άλλα σύνεργα, που όλα ήταν παραδομένα στη φθορά του χρόνου, όχι όμως, στη λήθη.

Με την ευκαιρία της σημερινής ιστορικής επετείου από την ίδρυση (1941) του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), σας ξεναγώ, όχι στο σαλόνι της οικογένειας Μενεμενή αλλά, κάτω απ΄αυτό, σε έναν υπόγειο χώρο, δυο επί τρία μέτρα, όπου πρέπει να σκύψετε για να χωρέσετε. Με την έντονη μυρωδιά της μούχλας και με ένα κλεφτοφάναρο, προσέχοντας μην τσακιστώ κατέβηκα την απότομη σκάλα. Ρίγος και συγκίνηση ένοιωσα αντικρίζοντας την εκτυπωτική μηχανή, αραχνιασμένη μέσα στη σκόνη και δεξιά κι αριστερά τα κατάλοιπα της παράνομης και παράτολμης αυτής δουλειάς, τις στοιχειοθετημένες «σελίδες», τις μπροσούρες, τα κουπόνια, τις προκηρύξεις, ακόμα και αχρησιμοποίητο χαρτί.  Όλα είχαν την εικόνα της εγκατάλειψης, παραδομένα στην αδηφάγα υγρασία. Και μόνο στη σκέψη, πως εκεί μέσα δούλεψαν σαν τυφλοπόντικες σύντροφοι, αγνοώντας τους κινδύνους, με ένα υπέρμετρο θάρρος και τόλμη για μια ελεύθερη Ελλάδα, ριγώ.


Στο παράνομο τυπογραφείο, που είναι στην οδό Σκρα 31 και σήμερα λειτουργεί σαν μουσείο δούλεψαν, εκτός από τον ιδιοκτήτη Βαγγέλη Μενεμενή, ο Γιώργος Ελληνούδης και η γυναίκα του Καλλιόπη, ο Χρήστος Τζίμης και η γυναίκα του Ελένη, ο Νίκος Καλατζόπουλος, ο Τάκης Χατζής και ο Κώστας Βιδάλης (δημοσιογράφος) που ήταν προμηθευτής των υλικών. Υπεύθυνος για την παραλαβή και διανομή των εντύπων είχε αναλάβει ο εκτελεσμένος (1952) κομμουνιστής Μανώλης Λυγηρός (Λυγερός), ο «θείος» ή «παππούς» όπως τον αποκαλούσε η ομάδα, που υποδυόταν τον παλιατζή, καρβουνιάρη, μανάβη, κλπ., κουβαλώντας τσουβάλια ή τη χειράμαξά του. 
Τώρα θα μου πείτε, πώς μεταφέρθηκε εν μέσω των Γερμανών και των ρουφιάνων γερμανοτσολιάδων, η
εκτυπωτική «Βικτώρια» στην οδό Σκρα. Ο Γ. Ελληνούδης με τον Β. Μενεμενή σχεδίασαν τη δημιουργία του υπογείου και ο Κ. Βιδάλης είχε ήδη βρει την ηλεκτροκίνητη μηχανή «Βικτώρια», κάσες με τυπογραφικά στοιχεία, χαρτί κλπ., που ήταν καλυμμένα και αποθηκευμένα σε ένα υπόστεγο κτιρίου στα Χαυτεία. Η μεταφορά της μηχανής και των άλλων υλικών υπήρξε πολύ ριψοκίνδυνη περιπέτεια. Βρέθηκε καραγωγέας, με αμοιβή 500.000 δραχμές, για να μεταφέρει τη μηχανή και τα εξαρτήματα «αλευρόμυλου», όπως είπε στον καραγωγέα ο Γ. Ελληνούδης, αλλά χρειάστηκε και γερανός και τέσσερις φορτοεκφορτωτές για να φορτωθεί η «αλευρομηχανή». Το φορτίο έφθασε στο σπίτι της Σκρα και τοποθετήθηκε στο διάδρομο του σπιτιού. Ο καραγωγέας υποψιασμένος ότι δεν επρόκειτο για αλευρομηχανή απαίτησε επιπλέον 200.000 δραχμές, για να «ξεχάσει» αυτή τη μεταφορά. Το σπίτι σφραγίστηκε από φόβο μη μιλήσει ο καραγωγέας και παρακολουθούνταν από μακριά από τους Ελληνούδη - Μενεμενή σχεδόν ένα μήνα. Όταν εξέλειπε ο κίνδυνος κατέβασαν στην κατακόμβη τα υλικά και τη μηχανή και γρήγορα ο Χρήστος Τζίμης κατασκεύασε το παρκέ, με αδιόρατο από μη γνωρίζοντες άνοιγμα. Ο Β. Μενεμενής μετέτρεψε την ηλεκτροκίνητη «Βικτώρια» σε ποδοκίνητη και αργότερα σε χειροκίνητη, ώστε να γίνει τελείως αθόρυβη.

Ο Βαγγέλης Μενεμενής, κομμουνιστής και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης που χάθηκε απροσδόκητα από τροχαίο, το 2007, θυμάται:  «Ο Ελληνούδης με προέτρεψε να γίνω βοηθός του. Ο Κώστας Βιδάλης προμήθευσε τα υλικά. Ο Κώστας ήταν δημοσιογράφος στον "Ριζοσπάστη". Φορτώσαμε τα κιβώτια σε ένα τετράτροχο κάρο, τα μεταφέραμε εδώ, τα κλειδώσαμε και μετά από λίγες μέρες ξαναμπήκαμε μέσα - παρακολουθούσαμε στενά, γιατί υπήρχε ο φόβος των Γερμανών - και αρχίσαμε τη δουλιά. Ο Γιώργος Ελληνούδης και η γυναίκα του Καλλιόπη κόψανε το πάτωμα, σκάψαμε το χώμα για να χωρούν δύο άνθρωποι. Το χώμα το ρίξαμε στο διπλανό δωμάτιο. Βάλαμε τις κάσες με τα στοιχεία, αλλά είχαμε πρόβλημα με το πιεστήριο. Δεν μπορούσαμε να σκάψουμε άλλο, γιατί δεν μπορούσαμε να βγάλουμε πολύ χώμα. Μετά σκεφτήκαμε να κατεβάσουμε το πιεστήριο κοντά στα θεμέλια του σπιτιού, σε σκαμμένη τρύπα, με λοστούς και σχοινιά - πολύ βαρύ..! Μετά εγώ ασχολήθηκα με τη συναρμολόγηση και ο Ελληνούδης φρόντισε να χτίσει τον τοίχο. Σε δέκα μέρες ήταν έτοιμο να λειτουργήσει το Τυπογραφείο. Ο Ελληνούδης έφερε δυο στοιχειοθέτες, τον Χρήστο Τζίμη και τον Τάκη Χατζή, ο οποίος έκανε και τις διορθώσεις.
Υπεύθυνος για την ομάδα του Τυπογραφείου ήταν ο Νίκος Πλουμπίδης. Άρχισε η στοιχειοθεσία και έτσι ξεκίνησε να δουλεύει το Τυπογραφείο. Το πρόβλημα ήταν ότι το πιεστήριο έκανε μεγάλο θόρυβο. Έτσι τα κουζινέτα του πιεστηρίου τα αντικαταστήσαμε με ρουλεμάν και τύλιξα τα σίδερα με λάστιχο ποδηλάτου και έτσι έγινε το πιεστήριο σχεδόν αθόρυβο και ευκολότερο.
Με το φόβο να μην εντοπιστεί το επάνω μέρος της καταπακτής και άρα και το πιεστήριο, καθότι ήταν ο φόβος των γερμανοτσολιάδων που έψαχναν τα σπίτια, αποφασίσαμε να το καμουφλάρουμε. Ο Ελληνούδης έφερε με δεμένα μάτια για το παρκέ ένα φίλο. Ηταν ο Χρήστος Τζίμης. Εκείνη την εποχή, γίνονταν εντατικές προσπάθειες για τον εντοπισμό του Τυπογραφείου από τους Γερμανούς, αλλά λόγω του καμουφλάζ και των συνωμοτικών σχεδίων, του Ελληνούδη, δεν μπορούσαν να το εντοπίσουν…». 
Κείμενα: Χρήστος Ζουλιάτης
(Στοιχεία γι αυτή την ανάρτηση άντλησα από διάφορα δημοσιεύματα εφημερίδων και, κυρίως, από την εφημερίδα «Ριζοσπάστης»).


Σήμερα θεωρείται ιστορικό διατηρητέο μνημείο και λειτουργεί ως Μουσείο Αντιστασιακού Τύπου.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Ρίτα Μπούμη-Παπά και Μίκης Θεοδωράκης στην εκπομπή της "Θείας Λένας" και οι 200 της Καισαριανής

Ρίτα Μπούμη-Παπά, Μίκης Θεοδωράκης και Αντιγόνη Μεταξά (θεία Λένα), τρία ονόματα που εμπλέκονται στην πρωινή εκπομπή της "Θείας Λένας". Όλα ξεκίνησαν όταν, ξεσκονίζοντας το φωτογραφικό μου αρχείο έπεσα πάνω σε μια φωτογραφία της Ρίτα Μπούμη-Παπά, που την είχα φωτογραφήσει λίγο πριν πεθάνει (1984), ενώ συγχρόνως μου 'ρχονταν στο νου οι στίχοι της απ΄το "Υπόγειο" όπου τη μουσική έχουν βάλει οι Κατσιμιχαίοι.
Πεθαίνεις με τους ποιητές, κάθε ηλιοβασίλεμα. Τα χέρια σου μυρίζουν απ’ τα μαλλιά τους.
Χτυπάει η καμπάνα που δεν πιστεύεις πια. Σε ξένη αυλή συνομιλείς με το φεγγάρι. 
(Το ακούτε ΕΔΩ)










Είπα πως άξιζε να μάθω περισσότερα γι αυτήν που, εκείνο τον καιρό της μεταπολίτευσης, όλα έτρεχαν τόσο γρήγορα που ήταν δύσκολο να τα παρακολουθήσεις. Όλες οι αναφορές λένε, πως ήταν μια λεπταίσθητη ποιήτρια, τρυφερότατη κι εκφραστική με έντονη λυρική πνοή και σπάνια εικονοπλαστική δεξιοσύνη, που εμπνεόταν γόνιμα από την πλούσια ευαισθησία της. Όλη η ποίησή της ή, τουλάχιστο στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι μια πολύστιχη, μελαγχολική μπαλάντα, που περνά από το φίλτρο της καρδιάς και γίνεται πονεμένο τραγούδι, με όλα τα γνωρίσματα της γνήσιας και εσώψυχης λυρικής δημιουργίας αλλά, με έντονα τα στοιχεία του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της.
Πάμε να δούμε, όμως, ποια ήταν η σχέση της με τον Μίκη Θεοδωράκη και την Θεία Λένα. Η ίδια στο αυτοβιογραφικό της κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΓΙΑΤΙ" (τ.133 -134, Ιούλ.1986), λέει:

____"Ένιωθα τότε τόσο ασφυχτική την καταπίεση των κυβερνήσεων που κατεύθυναν οι Αμερικανοί, ύστερα από τη στρατιωτική ήττα της Αριστεράς, ώστε μου ήταν αδύνατο να συγκρατήσω την πέννα μου να γράφει, πλάγια, κρυφά, υπονοούμενα, με κείμενα ανοιχτά φιλελεύθερα, την ψυχική μου κατάσταση και το ανυποχώρητο του χαρακτήρα μου, που κρατάει από προπάππο Υδραίο μπουρλοτιέρη του '21.
Μέσα στην εφημερίδα (σ.σ. που δούλευε) η μόνη σχεδόν λογοκρισία που ασκούνταν εκ των ένδον, ήτανε στα γραφτά μου! «Προσέχετε τη Ρίτα», συνιστούσαν και οι δυο διευθυντές κάτω από τους οποίους υπηρέτησα σαν συντάκτης και συνεργάτης. «Προσέχετε τη Ρίτα, θα μας κλείσει!». Και αληθινά με πρόσεxαν μη βάλω στην πέννα μου τις λέξεις «ελευθερία», «δημοκρατία», «αντίσταση». Και αν τις έβαζα από αβάσταγη λαχτάρα, ο αρχισυντάκτης μου εαμίτης Θόδωρος Βώκος, μου τις έσβηνε με όλη του τη θλίψη και την αγάπη.
Με όλα αυτά τα «βιογραφικά» θέλω να προσημειώσω πως, εκτός από ποιήτρια που ήμουνα γνωστή στην Ελλάδα από το 1930, τώρα γινόμουνα γνωστή και από μια άλλη πλευρά, τη δημοσιογραφική, που αργότερα αναπτύχθηκε όσο καμιάς άλλης τότε γυναίκας δημοσιογράφου, και στην αγαπητή μου «Αυγή», που, μετά το βίαιο κλείσιμο της Αλλαγής από την αστυνομία, για ένα πρωτοσέλιδο θαρραλέο άρθρο του Νίκου Παπαπολίτη με τίτλο «ΕΑΜ», που το αφιέρωνε στην επέτειο του μεγάλου αυτού αντιστασιακού κινήματος του λαού μας, προσκλήθηκα να εργαστώ στο επίσημο αυτό όργανο της ΕΔΑ, όπου και δούλεψα με αληθινό πάθος 17 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που μια άλλη αστυνομία, της Χούντας, μας έκλεισε τον Απρίλη του 1967.

Η πρώτη επαφή με τον Μίκη Θεοδωράκη
[....] ψαρεύοντας το Ραδιόφωνο μου για ειδήσεις από το εξωτερικό (οι πηγές μας τότε ήταν λίγες και ελεγxόμενες από την ΚΥΠ) άκουσα ένα βράδυ από το Ραδ. Σταθμό της Ρώμης, να μεταδίδεται «ένα συνθετικό μουσικό κομμάτι του νέου
Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, εξόριστου στη Μακρόνησο», που μ' εντυπωσίασε. Ήταν το 1949; Το 1950; δε θυμάμαι. Στα 1952 με ειδοποίησαν με κάθε προφύλαξη στην εφημερίδα, πως με ζητούσε «ένας απολυθείς πολιτικός εξόριστος».
Ο Θεοδωράκης, ήταν ένα παλικάρι ψηλό που κούτσαινε (δε θυμάμαι αν κρατούσε δεκανίκι), γιατί οι «αναμορφωτές» του, του είχαν σπάσει το πόδι, χτυπώντας τον βάναυσα. Αν και κακοντυμένος και ταλαιπωρημένος έλαμπε το πρόσωπο του από τη θεία σφραγίδα. Και σκέτη η φωνή της ομιλίας του μου φάνηκε σαν μουσική. [....] Μου είπε αμέοως τι ήθελε. Δουλειά. Ανάγκη ψωμιού. Να μεσολαβήσω στο διευθυντή της εφημερίδας να τον δεχτεί σαν «μουσικοκριτικό». Έστω και έκτακτο. Να γράφει ένα κομμάτι όποτε χρειάζεται για τις συναυλίες, το μουσικό θέατρο και για οποίο μουσικό θέμα, οι αξιώσεις του: «Ό,τι μου δώσουν».
Μίλησα αμέσως στον Στάγκο, και στον Παπαπολίτη, και «μόνο για μένα» είπαν θ' αποτολμούσαν να προσλάβουν συνεργάτη ένα νεοφερμένο Μακρονησιώτη. Όμως ανώνυμα. Και 25 δραχμές το κομμάτι. Αν θυμάμαι καλά 25. Βέβαια δεν είχαμε τότε πληθωρισμό και το εικοσιπεντάρικο είχε κάποια αγοραστική αξία. Και μένα όλος ο μισθός μου δεν έφτανε τις 2 χιλιάδες το μήνα, με όλη την τεράστια δουλειά που τους έδινα. Ο Μίκης δέχτηκε το 25άρικο (αν ήταν πενηντάρικο ας με συχωρέσει, η μνήμη έχει κι αυτή ορισμένα όρια αντοχής). Τα μουσικοκριτικά «κομμάτια» του Μίκη έκαναν εντύπωση στο μόνιμο μουσικοκριτικό της εφημερίδας Βασίλη Αρκαδινό (ψευδώνυμο του Β. Παπαδημητρίου).
Με το κλείσιμο της «Αλλαγής», βρέθηκα κι εγώ σε οικονομικές δυσχέρειες, και φυσικά κι ο Μίκης έχασε το πολύτιμο εικοσιπεντάρικο.

Κείνο ακριβώς τον καιρό ο αγαπητός μας φίλος, συνάδελφος και συμπολίτης μου (Συριανός) Λέων Κουκούλας, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μεσολάβησε στη Ραδιοφωνία να μου βρει κάποια δουλειά και το πέτυχε. Έτσι προσλήφθηκα στο Επιτελείο της Αντιγόνης Μεταξά, που διεύθυνε την «ώρα του Παιδιού», με αμοιβή 150 δραχμές το
κομμάτι. Έχοντας άμεση σχέση με τα νηπιαγωγικά (σπούδασα στην Ιταλία Μοντεσσόρι), έχοντας γράψει, δημοσιεύσει πολλά ποιήματα και διηγήματα για παιδιά, μπόρεσα να δουλέψω με τρελό οίστρο. Δημιούργησα στην Εκπομπή μια νέα ατμόσφαιρα, της χάρισα πολλά ευρήματά μου, που τα διατηρεί μέχρι σήμερα, και, για να μην πολυλογώ περισσότερο, έγινα η πιο πολύτιμη συνεργάτισσα της Αντιγόνης, που συχνά συσκεπτόμαστε οι δυο μας για ό,τι καινούργιο μου κατέβαινε στο κεφάλι. Η Αντιγόνη γοητεύονταν με τα χαριτωμένα τραγουδάκια που ξεφούρνιζα κάθε μέρα για να τα ενσωματώσω στο κείμενό μου, που είχε πια πάρει τη μορφή «συνθεσούλας». Αυτή μου 'ριξε την ιδέα: «Αυτά τα τραγουδάκια διψάνε για μουσική» -μου είπε- «αλλά ποιος θα μας τη φτιάξει;» «Θα φροντίσω» της απάντησα.
Συναντήθηκα με το Μίκη, του το πρότεινα, του 'δωσα μερικά τραγουδάκια μου, και κατενθουσιασμένος από τους στίχους που του ' δωσα να διαβάσει, δέχτηκε αμέσως. Πάλι ανωνυμία για τον Μίκη. Για όνομα του θεού μη μαθευτεί, είπε η Αντιγόνη, όταν έμαθε πως ο συνθέτης μόλις είχε αποφοιτήσει από το Κολέγιο της Μακρονήσου. Φοβόταν για τη θέση της που της έδινε και μισθό και κυρίως μια προβολή στον κόσμο των παιδιών της Ελλάδας, έτσι που να γίνει σιγά σιγά διάσημη σαν «θεία Λένα».

[....] Η ομορφιά της μουσικής του, η δροσερή χάρη των φθόγγων του, εντυπωσίασαν τους μουσικούς κύκλους της Ραδιοφωνίας. «Ποιος τη γράφει;» ρωτούσαν. Μόνο η Αντιγόνη κι εγώ ξέραμε. Έτσι επί ενάμιση περίπου χρόνο συνεργαζόμουνα στενά με το Μίκη. Του 'δινα το κείμενο μου με τα τραγουδάκια δυο τρεις φορές τη βδομάδα, το διάβαζε, τόνιζε τους στίχους, μου 'δινε το χαρτί με τις νότες και εισέπρατα ταυτόxρονα απ' το Ταμείο της Ραδιοφωνίας στο Ζάππειο, 150 δραχμές για το κείμενο και 50 δραχμές για τη μουσική του Μίκη!"____

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ρίτα Μπούμη - Παπά (1906 - 1984). Γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας,
όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της.
(Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1984, η Ρίτα Μπούμη άφηνε την τελευταία της πνοή στο θεραπευτήριο «Άγιος Παντελεήμων», όπου νοσηλευόταν, στην Αθήνα. Η ίδια, λες και ότι το είχε προβλέψει, έγραφε:
«Ξημέρωμα πρέπει να φύγω / σαβανωμένη ζωντανή / να τ’ αποχαιρετήσω όλα / κι όχι απλά κι αθόρυβα / όπως αφήνουν τα κλαδιά τα πεθαμένα φύλλα». Κάπως έτσι έμελλε να πεθάνει, ξημερώματα, σαβανωμένη ζωντανή, φωνάζοντας λίγες ώρες νωρίτερα, με μητρικό σπαραγμό, τον για πενήντα χρόνια σύντροφο της ζωής της Νίκο: «αγόρι μου, αγόρι μου…».

Οι 200 της Πρωτομαγιάς.
Πάμε να δούμε και μια ανέκδοτη προσωπική μαρτυρία της Ρίτας Μπούμη Παπά (από "tvxs.gr" και oikodomos για το fanthis.blogspot.com), που είναι ένα κείμενο για τη σφαγή των 200 κομμουνιστών από τους Γερμανούς καταχτητές στην Καισαριανή, την 1η Μάη 1944. Μια συγκλονιστική μαρτυρία της ποιήτριας που «έζησε» η ίδια τη θυσία των παληκαριών από το σπίτι της που βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα από το Σκοπευτήριο. Η μεταφορά στο πληκτρολόγιο έγινε χωρίς να γνωρίζουμε πότε ακριβώς γράφτηκε το κείμενο (δεν αναφέρεται ούτε στο περιοδικό). Απ’ όσο όμως είναι γνωστό, δεν εκδόθηκε ποτέ σε βιβλίο με άλλα έργα της:


"Αν στη μεταπολεμική ελληνική κατάσταση δεν επικρατούσαν, χάρη στην υποστήριξη των ξένων, οι δυνάμεις εκείνες που κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής στρατιωτικής κατοχής ανέχτηκαν παθητικά τον εχθρό και τα εγκλήματά του ή και συνεργάστηκαν κιόλας μαζί του, αν εύρισκε την οφειλόμενη δικαίωση ο αγώνας της εθνικής αντίστασης των Ελλήνων και ζυγιζόταν σαν την πιο πολύτιμη και ακριβή ύλη το αίμα ηρώων και μαρτύρων που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας σύμφωνα με τις ιστορικές παραδόσεις μας, αν τέλος δεν αντικρίζαμε με τόση παγερή αδιαφορία τα δάκρυα των αμέτρητων απορφανισμένων θυμάτων, η Πρωτομαγιά του 1944, θ΄αντιπροσώπευε μια από τις Μεγάλες Παρασκευές του Έθνους μας, και ο χώρος του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής, τον πιο ιερό Γολγοθά του.

Ο χαρακτηρισμός Γολγοθάς δε δίνεται ούτε αψήφιστα ούτε σαν σχήμα λόγου. Έχουμε ζυγίσει το βάρος του, επί μια ολόκληρη τετραετία, όταν στην καταιγίδα της κατοχής είχαμε απαγγιάσει σ’ ένα υπόγειο, εκατό μέτρα απ’ το Σκοπευτήριο και μας ξυπνούσαν κάθε αυγή, οι κραυγές των μελλοθανάτων, που τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο και αποχαιρετούσαν τον κόσμο, οι ριπές των εκτελεστικών αποσπασμάτων και οι ξηρές χαριστικές βολές. Είναι αυτή η σύμπτωση που μας έκανε να ζήσουμε το μαρτύριο της σφαγής των διακοσίων, μια γελαστή και ηλιόλουστη μέρα γεμάτη λουλούδια και πουλιά. Μαζί μας παρακολούθησαν τη σφαγή και δυο άλλοι φίλοι διανοούμενοι που κατοικούσαν κι αυτοί στην ίδια τούτη συνοικία. Ο Κωστής Μεραναίος και ο Γιώργος Βασιλόπουλος, διευθυντής του θαρραλέου περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα», που τολμούσε να εκδίδεται στα χρόνια της Κατοχής.
Την προηγούμενη, με είχε ξυπνήσει ένα εφιαλτικό όνειρο: κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στο Σκοπευτήριο και μέχρι τον περίγυρό του, πλήθος λαμπάδες έκαιγαν στην άσφαλτο σαν φλόγινα στάχυα κι ένας άνεμος σκοτεινός πάλευε να τα σβήσει. Μα οι φλόγες αντί να σβήνουν ενώνονταν για να μετατρέψουν το δρόμο σ’ ένα ποτάμι από φωτιά!
Την άλλη μέρα το όνειρο «βγήκε».

Η Πρωτομαγιά είχε ξημερώσει ολόστιλπνη σα να είχε βγει μόλις απ’ το λουτρό της και μοσχοβολούσε. Βαθυγάλανος ο ουρανός πάνω απ’ τον Υμηττό. Η ανοιξιάτικη φύση, σ’ όλη της την έκρηξη, αύξαινε τη δίψα μας για ειρήνη και για ευτυχία. Κάτω από τις ταπεινές στέγες ξυπνούσαν οι εργατικοί πληθυσμοί, ανύποπτοι για την τραγωδία που σε λίγες ώρες θα παίζονταν στη συνοικία τους.
Ώρα επτά. Τα πρώτα γερμανικά στρατιωτικά αποσπάσματα κυκλώνουν τη συνοικία μας. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Συχνά ο κατακτητής μας περικύκλωνε και μπλοκάριζε τα φτωχόσπιτα, ψάχνοντας να βρει τους αποφασισμένους που τον πολεμούσαν. Μα τώρα ήταν κάπως αλλιώς. Οι Γερμανοί είχαν πιάσει τις γωνιές όλων των δρόμων με όπλα και πρόσωπα στραμμένα απειλητικά προς τα σπίτια μας και
απαγόρευαν την έξοδο των κατοίκων, που παρακολουθούσαν πίσω από τα τζάμια, με αγωνία και μίσος τους στρατιώτες της Βέρμαχτ.

Η είδηση φτάνει σαν αέρας, και περνώντας απ’ τις χαραμάδες διαδίδεται από σπίτι σε σπίτι. «Θα εκτελεστούν 200 κρατούμενοι σε αντίποινα για το φόνο ενός Γερμανού στρατηγού». Είναι δυνατό να διαπραχθεί τέτοια ομαδική σφαγή μέσα σ’ ένα πρωινό γεμάτο αρώματα και πεταλούδες, κάτω από έναν ουρανό κεντημένο με παιδικούς χαρταετούς; Είναι!
Στις 8 αρχίζει η μεταφορά των κρατουμένων με κείνα τα σκοτεινά καμιόνια της Βέρμαχτ, που είχαν το χρώμα του γραφίτη. Οι μελλοθάνατοι ανεβαίνουν το Γολγοθά τους τραγουδώντας, μας προτρέπουν να μη λυγίσουμε, πετούν ενθύμια, δαχτυλίδια, χαρτάκια, τα ρούχα τους, παραγγελίες για τους δικούς των και αποχαιρετούν περήφανοι τους ανθρώπους και τον κόσμο, σίγουροι για κείνο που πίστευαν. Ένας μεγάλος ήλιος από τον Υμηττό τους το επιβεβαίωνε με όλο το φως του.
Οι ταράτσες των γύρω σπιτιών γεμάτες θεατές που ζητούσαν να παρακολουθήσουν και να διαφυλάξουν στη μνήμη τους την πρωτοφανή τραγωδία μέχρι το τέλος. Τότε άρχισαν να πηδούν απ’ τα καμιόνια οι πρωταγωνιστές και να διασχίζουν το διάδρομο, οι περισσότεροι με τα πουκάμισα, ξέστηθοι, να μπερδεύονται οι σιλουέτες τους με τα θάμνα και τα κυπαρίσσια. Δεν ήταν ούτε ένας, ούτε δυο, ούτε δέκα σαν άλλες φορές. Κι αυτό το συγκλονιστικό πέρασμα, με τον πρωινό ήλιο που τους κυνηγά μέσα από τα δέντρα για να τους χαϊδέψει, κρατά απίστευτα πολύ, σα να το παρατείνει σκόπιμα ένας σαδιστής σκηνοθέτης.

Ύστερα από τα προκαταρκτικά, που άργησαν κι αυτά πολύ, και το τυπικό διάβασμα ενός καταλόγου, απ’ τον οποίο ο ήρωας Ναπολέων Σουκατζίδης αρνείται να εξαιρεθεί, όπως του πρότειναν οι δήμιοι, που σαν γερμανομαθή τον χρειάζονταν για διερμηνέα, οι μελλοθάνατοι χωρίζονται σε ομάδες. Έτσι, σ’ ένα διαπασών από πατριωτικά τραγούδια, ζητωκραυγές, ηρωικές προτροπές των αμέσως επόμενων προς εκείνους που ήδη προχωρούσαν στο σφαγείο, οι ομάδες οδηγούνται προς το παμφάγο χαντάκι, που ήταν σκαμμένο στη ρίζα του ψηλού τοίχου.
Ξαφνικά η καμπάνα του μοναστηριού της Ανάληψης αρχίζει να χτυπά πένθιμα όπως τη Μεγάλη Παρασκευή, από έναν Ελασίτη που είχε σκαρφαλώσει στο καμπαναριό. Οι ήχοι ανατριχιάζουν τη συνοικία. Πίσω απ’ τα τζάμια, στις ταράτσες, ανάβουν κεριά, καπνίζουν θυμιατήρια, σταυροκοπιούνται γριούλες. Κάτι μικρές κακοραμμένες γαλανόλευκες σημαίες, έτοιμες να υποδεχτούν το μεγάλο μήνυμα της νίκης που ερχόταν δρομαίο από τις ρώσικες στέπες, υψώνονται στα δωμάτια κι ανεμίζουν με ευλάβεια στα χέρια των παιδιών.

Ένας βοσκός στο λόφο της Ανάληψης, στήνει με τη φλογέρα του ένα λυπητερό κλέφτικο σκοπό, και κείνη τη στιγμή έλεγες πως η ψυχή της Ρωμιοσύνης ροβολούσε από τον Υμηττό προς την αδούλωτη πόλη της Αθήνας. Μέσα σε λίγες στιγμές οι μελλοθάνατοι έχουν καλύψει την απόσταση που μεσολαβεί από το μάρτυρα στον άγιο, από το ιστορικό γεγονός στο θρύλο. Τις πρώτες ομοβροντίες ακολουθούν οι θρήνοι και οι κατάρες των περιοίκων. Τα σπαρακτικά λόγια των γυναικών του λαού που τους απαγορεύεται να τρέξουν, να πλύνουν τα κορμιά των παλικαριών, απ’ τα αίματα, να τα τυλίξουν σε δροσερό σεντόνι, να τα νεκροστολίσουν, να τα κλάψουν, όπως θα ΄κανε – αν μπορούσε – η πιο χαροκαμένη μάνα της γης, η Ελλάδα.

Η εκτέλεση κρατά τέσσερις ολόκληρες ώρες. Όσο βαστά σ’ ένα κανονικό σφαγείο. Μια μια ομάδα, προχωρεί προς την τάφρο τραγουδώντας. Οι σφαίρες των οπλοπολυβόλων γαζώνουν με θυμό, τα σώματα λυγίζουν, πέφτουν στο χώμα που έχει γίνει πηλός απ’ το αίμα, και οι χαριστικές βολές του ναζιστή υπαξιωματικού, δίνουν τέλος στο σφαδασμό των σωμάτων. Ύστερα τα πτώματα σέρνονται από κει ματωμένα και φορτώνονται σε χειροκίνητα καρότσια για να οδηγηθούν έξω, όπου περιμένει η σκοτεινή φάλαγγα των φορτηγών αυτοκινήτων, για να παραλάβει και να μεταφέρει στους τάφους τα σφάγια. Η τάφρος ανασκάφτεται με τσαπιά, γρήγορα και κάθε φορά, για ν’ ανεβεί στην επιφάνεια άλλο χώμα, πιο στεγνό, και η επόμενη ομάδα προχωρεί με τις λέξεις Ελλάδα και ελευθερία στα χείλη.

Οι Αυστριακοί άντρες των πρώτων εκτελεστικών αποσπασμάτων, δεν αντέχουν, λιποθυμούν, για να εξοργίσουν τους επικεφαλής Γερμανούς αξιωματικούς, που δυο φορές τους αντικατάστησαν με άλλους στρατιώτες πιο ψύχραιμους.
Μεσημέρι. Το μακάβριο έργο των σφαγέων τελείωσε. Οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ, μπαίνουν, βολεύονται στην κούρσα τους και ξεκινούν. Πίσω τους ακολουθεί η φάλαγγα των καμιονιών με το φορτίο της.
Το αίμα των μαρτύρων της ελευθερίας, ζεστό ακόμα, στάζει από τα οχήματα για να σκορπίσει σε όλο τα μάκρος του δρόμου απίστευτα κόκκινα άνθη και ιδεογράμματα.

Το μπλόκο λύνεται κι οι πόρτες των σπιτιών ανοίγουν. Είναι δώδεκα και μισή. Στις φλέβες της συνοικίας μας, που είχαν παγώσει επί ένα ολόκληρο πρωινό, ξαναρχίζει η κυκλοφορία. Μια κυκλοφορία βαριά κι αγχώδης. Οι γυναίκες, που στη συμφορά σπεύδουνε πρώτες, μοιρολογώντας και σκούζοντας κατευθύνονται στον τόπο του Κρανίου. Και τότε μέσα στη μάντρα του Σκοπευτηρίου αρχίζει ομόφωνος ένας θρήνος οξύς, αβάσταγος, συγκλονιστικός. Όλες μοιρολογούν «τα παιδιά τους». Ξαφνικά οι νεκροί εκείνοι, που είχαν αρπαχτεί για να ταφούν βιαστικά ποιος ξέρει που, έγιναν παιδιά όλων μας, ανήκαν σε όλους. Όλα τα περιβόλια και οι γλάστρες της γειτονιάς μαδήθηκαν για τα μαγιάτικα στεφάνια του θανάτου. Και αγκαλιές τα λουλούδια, μεταφέρονται στο κόκκινο χαντάκι, όπου το αίμα ζυμώνονταν με το χώμα και διεργάζονταν κιόλας νέες συνθέσεις.

Πόσοι όρκοι πίστης δόθηκαν κείνη τη μέρα εδώ μέσα! Πόσες αγνές και φλογερές υποσχέσεις!
Ο λαός κανένα όρκο και καμιά υπόσχεση δεν αθέτησε. Κι αν το μνημείο που όφειλε να στήσει εδώ μέσα η Πατρίδα, δεν στήθηκε, είναι γιατί οι ισχυρές εκείνες δυνάμεις που φοβούνται το ηθικό μάθημα της ιστορικής μνήμης στις συνειδήσεις των λαών, μεσολάβησαν για να εμποδίσουν αυτό το υπέρτατο εθνικό χρέος. Και πια όλοι ξέρουμε με ποια σκληρά και αδίστακτα μέσα οι ισχυρές αυτές δυνάμεις ισοπεδώνουν σαν μπουλντόζες τη θέληση των μικρών πατρίδων…
Όμως, δεν μπορεί, κάποτε θα στηθεί το μνημείο που τους αξίζει. Ένα μνημείο στιλπνό σαν την άνοιξη και βιώσιμο σαν τη φυλή μας. Ένα μνημείο που δίχως να ‘χει τις διαστάσεις της θυσίας χιλιάδων μαρτύρων που έπεσαν εδώ μέσα αιμόφυρτοι από τις σφαίρες των θηρίων, θα είναι – όπως λέγει σε μια ωδή του ο Οράτιος – «διαρκέστερο από το χαλκό και το βασιλικό όγκο των πυραμίδων, που ούτε ο αδηφάγος όμβρος, ούτε η αναρίθμητος των ετών σειρά θα δύναται να καταστρέψει».
Και τότε το κλαμπ που λειτουργεί τώρα στον αιματοποτισμένο τόπο του μαρτυρίου και ο πάταγος των μπουκαλιών και της νυχτερινής κραιπάλης, θα αντικατασταθούν από την ευλάβεια, την περίσκεψη και το σεβασμό." 
_Ρίτα Μπούμη Παπά_


********************************


Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

«Κορίτσια στον ήλιο» / Η ατάκα «Στάσου μύγδαλα» στο Μπατσί της Άνδρου


Ακούγοντας το τραγούδι ''Ένα πρωινό" από την ταινία «Κορίτσια στον ήλιο», το μάτι μου καρφώθηκε στα δυο κοντινά πλάνα του Γιάννη Βόγλη και της Αν Λόμπεργκ. Η εκφραστικότητα και αμεσότητα των βλεμμάτων τους μ΄έκαναν να αντιγράψω τα πλάνα αυτά, να τα ενώσω και να φέρω πιο κοντά τα πρόσωπα. Είναι η στιγμή που ο Βόγλης βρίσκεται στο κρατητήριο και βλέπει την νεαρά τουρίστρια πίσω απ΄τα κάγκελα. Επειδή οι φωτογραφίες από τα πρόχειρα βίντεο, χάνουν σε οξύτητα, είπα να τις επεξεργαστώ. Έτσι προέκυψε αυτό το φωτογραφικό αποτέλεσμα. Ας θυμηθούμε, όμως, την ταινία. Διάλεξα ένα περσινό δημοσίευμα από το ΒΗΜΑ (9/8/2015), ζούσε ακόμα ο Γιάννης Βόγλης, και σας το παρουσιάζω.












«Κορίτσια στον ήλιο» της Άνδρου, του Γιάννη Ζουμπουλάκη
Ο Γιάννης Βόγλης θυμάται την περιπέτεια των γυρισμάτων μιας από τις πιο γνωστές ταινίες του, η οποία περιέχει και μία από τις πιο θρυλικές ατάκες του ελληνικού σινεμά, το «στάσου, μύγδαλα».
Το πιο παράξενο γεγονός σχετικά με την cult ελληνική ταινία «Κορίτσια στον ήλιο» του Βασίλη Γεωργιάδη, που γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1967 στην Άνδρο και συγχρόνως αποτελεί τον πιο χαρακτηριστικό τίτλο στη φιλμογραφία του πρωταγωνιστή της, Γιάννη Βόγλη (με την εξαίρεση ίσως του «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», επίσης του Γεωργιάδη), είναι το ότι οφείλει την ύπαρξή της σε μια άλλη ταινία. Στην κυριολεξία. Το ακόμη πιο παράξενο δε είναι ότι η ταινία στην οποία οφείλει την ύπαρξή της εκ πρώτης δείχνει να έχει ελάχιστη σχέση μαζί της.

«Ολα ξεκίνησαν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης» θυμάται σήμερα ο Γιάννης Βόγλης που μας υποδέχθηκε στο σπίτι του, στην Παλλήνη, για μια κουβέντα που εν τέλει ξεπέρασε τις δύο ώρες. «Ο "Τζίμης ο τίγρης" του Παντελή Βούλγαρη, που αναφερόταν στη σχέση μιας ξένης με έναν Ελληνα στην Αθήνα, είχε πάρει το πρώτο βραβείο. Εκείνη την εποχή όμως ήταν επίσης στη μόδα οι ιταλικές σπονδυλωτές ταινίες που αποτελούνταν από σκετς. Η ιδέα λοιπόν του παραγωγού Κλέαρχου Κονιτσιώτη ήταν να κάνει μια σπονδυλωτή ταινία με θέμα τον ελληνικό τουρισμό που επίσης, τότε, αναπτυσσόταν με ραγδαίους ρυθμούς». Αυτό που σχεδιάστηκε ήταν μια ακόμη μικρού προς μεσαίου μήκους ταινία σκηνοθετημένη από τον Βασίλη Γεωργιάδη και μια από τον Ερρίκο Ανδρέου. Ο Βούλγαρης συμφώνησε με την ιδέα, ο Κονιτσιώτης πρότεινε στον Ιάκωβο Καμπανέλλη τη συγγραφή του σεναρίου του σκετς του Γεωργιάδη και η γερμανίδα ηθοποιός Αν Λόμπεργκ, την οποία ο Γεωργιάδης είχε ήδη δει σε μια ταινία, θα πρωταγωνιστούσε στον ρόλο μιας ξένης, της Αναμπελ, που γνωρίζεται με έναν έλληνα βοσκό, τον ήρωα του Βόγλη. «Η Αν άρεσε πάρα πολύ στον Βασίλη που εν τέλει την ερωτεύτηκε» είπε χαρακτηριστικά ο ηθοποιός.

Παπούτσι από τον τόπο σου
Έμενε να βρεθεί ο χώρος των γυρισμάτων, στόχος ήταν ένα απόμακρο, κάπως ερημικό χωριό. Ιδέα του Βόγλη ήταν το Μπατσί της Άνδρου όπου τελικά το φιλμ γυρίστηκε. «Η μητέρα μου ήταν από την Άνδρο, από το Πάνω Κόρθι» είπε «και έτσι γνώριζα πολύ καλά το νησί αλλά και τους κατοίκους του. Επί χρόνια κάθε καλοκαίρι παραθέριζα στο Μπατσί, στο σπίτι της φίλης, Βίκυς Σαμαρίνα, στο "σπίτι του παππού" όπως το αποκαλούσε, σε ένα εκπληκτικό σημείο με εκπληκτική θέα». Ομως τα χρήματα της παραγωγής ήταν ελάχιστα, οπότε το «Κορίτσια στον ήλιο» εξελίχθηκε σε «οικογενειακή υπόθεση». Χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του ο Βόγλης φρόντισε για τη φθηνή διαμονή του συνεργείου και των ηθοποιών στα ξενοδοχεία, ενώ για λόγους οικονομίας στην ταινία έπαιξε τόσο ο Γεωργιάδης όσο και ο Κονιτσιώτης. Η καταπληκτική φωτογραφία του Νίκου Γαρδέλη έγινε «μόλις με δυο φώτα σε ένα νησί που δεν είχε σχεδόν καθόλου φωτισμό!». Μάλιστα, ο Γεωργιάδης επέμενε στο ασπρόμαυρο φιλμ, παρά την επιμονή πολλών να γυριστεί έγχρωμο. Ο λόγος ήταν απλός. Ο «Τζίμης ο Τίγρης» είναι επίσης γυρισμένος σε ασπρόμαυρο.

Όλα πήγαν θαυμάσια στα γυρίσματα, ακολούθησε το μοντάζ και η πρώτη δοκιμαστική προβολή στο στούντιο Άλφα, παρόντος του Σταύρου Ξαρχάκου, ο οποίος θα έγραφε τη μουσική. «Μετά την προβολή, από το στούντιο Άλφα ως τη διασταύρωση της λεωφόρου Αλεξάνδρας με την Κηφισίας δεν μιλούσε κανείς μέσα στο αμάξι» θυμάται ο Βόγλης. «Ωσπου κάποια στιγμή ο Κονιτσιώτης λέει "Τώρα πείτε μου, τι είδαμε;". Είχε κάτι αυτή η ταινία που δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε. Ο ίδιος ο Βόγλης, τότε, την είχε παρομοιάσει με ένα ποτήρι σαμπάνια. «Ευχάριστο όταν το πίνεις αλλά μετά σου αφήνει μια μικρή πίκρα».
Αφού μπήκε η μουσική, προέκυψε ένα πρόβλημα που θα καθόριζε τη μοίρα της ταινίας. Η διάρκεια, κάτι λιγότερο από μία ώρα, ήταν μεγαλύτερη από τον χρόνο που έπρεπε ώστε να συμπεριληφθεί ως ένα από τα τρία σκετς στη σπονδυλωτή ταινία που είχαν ως τότε όλοι στο μυαλό τους. «Να την κόψουμε; Δεν σήκωνε. Τι να κόψεις; Να γίνουν δύο τα σκετς αντί για τρία; Και αυτό δεν θα ήταν καλό. Οπότε ο Καμπανέλλης, νομίζω, έριξε την ιδέα της επιμήκυνσης της ταινίας ώστε να γίνει μεγάλου μήκους. Ετσι λοιπόν το υπόλοιπο μέρος, όπου η ιστορία ολοκληρώνεται, γυρίστηκε χειμώνα στην Αθήνα». Ο Βόγλης θυμάται καλά και αυτά τα γυρίσματα γιατί στη διάρκειά τους έγινε και το βασιλικό πραξικόπημα, η αποτυχημένη προσπάθεια του βασιλιά Κωνσταντίνου να ανατρέψει τη χούντα των Συνταγματαρχών.

Παράδοση εναντίον «ευρωπαϊσμού»
Ο Γιάννης Βόγλης στενοχωριέται που το Μπατσί σήμερα δεν είναι όπως τότε. «Το σημείο στο οποίο γυρίσαμε την ταινία» θυμάται, «ήταν πρωτόγονο, ερημικό και απολύτως γραφικό. Το ίδιο σημείο σήμερα είναι γεμάτο σπίτια και βίλες». Ο ηθοποιός συμφωνεί με την άποψη ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Βασίλης Γεωργιάδης γύρισε τα «Κορίτσια στον ήλιο» βγάζει κάτι το βαθιά μελαγχολικό, σχεδόν «αντιτουριστικό». «Για εμένα» μας είπε «η κακή αντίληψη του τουρισμού στην Ελλάδα είναι ότι προσπαθήσαμε να ευρωπαΐσουμε όλους αυτούς τους χώρους. Οι ξένοι έρχονταν για αυτό που έβλεπαν και σήμερα, με μια τάση νεωτερισμού, οι τουριστικοί χώροι πλην εξαιρέσεων έχουν εκφυλιστεί». Ο ηθοποιός έφερε ως παράδειγμα ένα χωριό του Κοσόβου που όπως διάβασε προσφάτως έχει απίστευτη τουριστική ανάπτυξη χωρίς να έχει πειραχτεί απολύτως τίποτε πάνω του. «Τουναντίον αναπτύχθηκε πάνω στην ίδια την παράδοση του τόπου, χωρίς τζάμι και μπετόν».

Η θρυλική ατάκα του Βόγλη
Είναι λίγο ειρωνικό που η πιο γνωστή ατάκα της ταινίας «Κορίτσια στον ήλιο», το «στάσου, μύγδαλα!» που φωνάζει ο βοσκός στην Αναμπελ, δεν είναι σκηνή γυρισμένη στην Ανδρο αλλά στην Αθήνα. Η σκηνή προστέθηκε στην ταινία στην επιμήκυνσή της.
Ο Γιάννης Βόγλης θυμάται με πολύ ζωηρά χρώματα αυτό το γύρισμα: «Φορούσα την κάπα και ήταν πολύ βαριά. Το γυρίζαμε πάνω-κάτω συνέχεια. Κάποια στιγμή μπάφιασα και είπα στον Γεωργιάδη: "Ελα, ρε Βασίλη, αφού το 'χουμε το πλάνο, βαρέθηκα πια, στάσου μύγδαλα, στάσου μύγδαλα". Κι εκείνος γυρνά και μου λέει: "Βόγλη! Αυτή η φράση θα σε κυνηγάει σ' όλη σου τη ζωή". Και είχε δίκιο. Γιατί ο Βασίλης είχε μια εκπληκτική αίσθηση για τα πράγματα. Δεν νομίζω ότι υπήρχε άλλος σκηνοθέτης που να έχει την αίσθηση της λαϊκής ποιότητας, της ποιότητας δηλαδή που μπορούσε να ακουμπήσει τον κόσμο».

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
++++++++++++++++++
Κορίτσια στον ήλιο από margaritamagiopoula

**************************************