Ρίτα Μπούμη-Παπά, Μίκης Θεοδωράκης και Αντιγόνη Μεταξά (θεία Λένα), τρία ονόματα που εμπλέκονται στην πρωινή εκπομπή της "Θείας Λένας". Όλα ξεκίνησαν όταν, ξεσκονίζοντας το φωτογραφικό μου αρχείο έπεσα πάνω σε μια φωτογραφία της Ρίτα Μπούμη-Παπά, που την είχα φωτογραφήσει λίγο πριν πεθάνει (1984), ενώ συγχρόνως μου 'ρχονταν στο νου οι στίχοι της απ΄το "Υπόγειο" όπου τη μουσική έχουν βάλει οι Κατσιμιχαίοι.
Πεθαίνεις με τους ποιητές, κάθε ηλιοβασίλεμα. Τα χέρια σου μυρίζουν απ’ τα μαλλιά τους.
Χτυπάει η καμπάνα που δεν πιστεύεις πια. Σε ξένη αυλή συνομιλείς με το φεγγάρι.
Είπα πως άξιζε να μάθω περισσότερα γι αυτήν που, εκείνο τον καιρό της μεταπολίτευσης, όλα έτρεχαν τόσο γρήγορα που ήταν δύσκολο να τα παρακολουθήσεις. Όλες οι αναφορές λένε, πως ήταν μια λεπταίσθητη ποιήτρια, τρυφερότατη κι εκφραστική με έντονη λυρική πνοή και σπάνια εικονοπλαστική δεξιοσύνη, που εμπνεόταν γόνιμα από την πλούσια ευαισθησία της. Όλη η ποίησή της ή, τουλάχιστο στο μεγαλύτερο μέρος της, είναι μια πολύστιχη, μελαγχολική μπαλάντα, που περνά από το φίλτρο της καρδιάς και γίνεται πονεμένο τραγούδι, με όλα τα γνωρίσματα της γνήσιας και εσώψυχης λυρικής δημιουργίας αλλά, με έντονα τα στοιχεία του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της.
Πάμε να δούμε, όμως, ποια ήταν η σχέση της με τον Μίκη Θεοδωράκη και την Θεία Λένα. Η ίδια στο αυτοβιογραφικό της κείμενο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΓΙΑΤΙ" (τ.133 -134, Ιούλ.1986), λέει:
____"Ένιωθα τότε τόσο ασφυχτική την καταπίεση των κυβερνήσεων που κατεύθυναν οι Αμερικανοί, ύστερα από τη στρατιωτική ήττα της Αριστεράς, ώστε μου ήταν αδύνατο να συγκρατήσω την πέννα μου να γράφει, πλάγια, κρυφά, υπονοούμενα, με κείμενα ανοιχτά φιλελεύθερα, την ψυχική μου κατάσταση και το ανυποχώρητο του χαρακτήρα μου, που κρατάει από προπάππο Υδραίο μπουρλοτιέρη του '21.
Μέσα στην εφημερίδα (σ.σ. που δούλευε) η μόνη σχεδόν λογοκρισία που ασκούνταν εκ των ένδον, ήτανε στα γραφτά μου! «Προσέχετε τη Ρίτα», συνιστούσαν και οι δυο διευθυντές κάτω από τους οποίους υπηρέτησα σαν συντάκτης και συνεργάτης. «Προσέχετε τη Ρίτα, θα μας κλείσει!». Και αληθινά με πρόσεxαν μη βάλω στην πέννα μου τις λέξεις «ελευθερία», «δημοκρατία», «αντίσταση». Και αν τις έβαζα από αβάσταγη λαχτάρα, ο αρχισυντάκτης μου εαμίτης Θόδωρος Βώκος, μου τις έσβηνε με όλη του τη θλίψη και την αγάπη.
Με όλα αυτά τα «βιογραφικά» θέλω να προσημειώσω πως, εκτός από ποιήτρια που ήμουνα γνωστή στην Ελλάδα από το 1930, τώρα γινόμουνα γνωστή και από μια άλλη πλευρά, τη δημοσιογραφική, που αργότερα αναπτύχθηκε όσο καμιάς άλλης τότε γυναίκας δημοσιογράφου, και στην αγαπητή μου «Αυγή», που, μετά το βίαιο κλείσιμο της Αλλαγής από την αστυνομία, για ένα πρωτοσέλιδο θαρραλέο άρθρο του Νίκου Παπαπολίτη με τίτλο «ΕΑΜ», που το αφιέρωνε στην επέτειο του μεγάλου αυτού αντιστασιακού κινήματος του λαού μας, προσκλήθηκα να εργαστώ στο επίσημο αυτό όργανο της ΕΔΑ, όπου και δούλεψα με αληθινό πάθος 17 ολόκληρα χρόνια, μέχρι που μια άλλη αστυνομία, της Χούντας, μας έκλεισε τον Απρίλη του 1967.
Η πρώτη επαφή με τον Μίκη Θεοδωράκη
[....] ψαρεύοντας το Ραδιόφωνο μου για ειδήσεις από το εξωτερικό (οι πηγές μας τότε ήταν λίγες και ελεγxόμενες από την ΚΥΠ) άκουσα ένα βράδυ από το Ραδ. Σταθμό της Ρώμης, να μεταδίδεται «ένα συνθετικό μουσικό κομμάτι του νέου
Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, εξόριστου στη Μακρόνησο», που μ' εντυπωσίασε. Ήταν το 1949; Το 1950; δε θυμάμαι. Στα 1952 με ειδοποίησαν με κάθε προφύλαξη στην εφημερίδα, πως με ζητούσε «ένας απολυθείς πολιτικός εξόριστος».
Ο Θεοδωράκης, ήταν ένα παλικάρι ψηλό που κούτσαινε (δε θυμάμαι αν κρατούσε δεκανίκι), γιατί οι «αναμορφωτές» του, του είχαν σπάσει το πόδι, χτυπώντας τον βάναυσα. Αν και κακοντυμένος και ταλαιπωρημένος έλαμπε το πρόσωπο του από τη θεία σφραγίδα. Και σκέτη η φωνή της ομιλίας του μου φάνηκε σαν μουσική. [....] Μου είπε αμέοως τι ήθελε. Δουλειά. Ανάγκη ψωμιού. Να μεσολαβήσω στο διευθυντή της εφημερίδας να τον δεχτεί σαν «μουσικοκριτικό». Έστω και έκτακτο. Να γράφει ένα κομμάτι όποτε χρειάζεται για τις συναυλίες, το μουσικό θέατρο και για οποίο μουσικό θέμα, οι αξιώσεις του: «Ό,τι μου δώσουν».
Μίλησα αμέσως στον Στάγκο, και στον Παπαπολίτη, και «μόνο για μένα» είπαν θ' αποτολμούσαν να προσλάβουν συνεργάτη ένα νεοφερμένο Μακρονησιώτη. Όμως ανώνυμα. Και 25 δραχμές το κομμάτι. Αν θυμάμαι καλά 25. Βέβαια δεν είχαμε τότε πληθωρισμό και το εικοσιπεντάρικο είχε κάποια αγοραστική αξία. Και μένα όλος ο μισθός μου δεν έφτανε τις 2 χιλιάδες το μήνα, με όλη την τεράστια δουλειά που τους έδινα. Ο Μίκης δέχτηκε το 25άρικο (αν ήταν πενηντάρικο ας με συχωρέσει, η μνήμη έχει κι αυτή ορισμένα όρια αντοχής). Τα μουσικοκριτικά «κομμάτια» του Μίκη έκαναν εντύπωση στο μόνιμο μουσικοκριτικό της εφημερίδας Βασίλη Αρκαδινό (ψευδώνυμο του Β. Παπαδημητρίου).
Με το κλείσιμο της «Αλλαγής», βρέθηκα κι εγώ σε οικονομικές δυσχέρειες, και φυσικά κι ο Μίκης έχασε το πολύτιμο εικοσιπεντάρικο.
Κείνο ακριβώς τον καιρό ο αγαπητός μας φίλος, συνάδελφος και συμπολίτης μου (Συριανός) Λέων Κουκούλας, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μεσολάβησε στη Ραδιοφωνία να μου βρει κάποια δουλειά και το πέτυχε. Έτσι προσλήφθηκα στο Επιτελείο της Αντιγόνης Μεταξά, που διεύθυνε την «ώρα του Παιδιού», με αμοιβή 150 δραχμές το
κομμάτι. Έχοντας άμεση σχέση με τα νηπιαγωγικά (σπούδασα στην Ιταλία Μοντεσσόρι), έχοντας γράψει, δημοσιεύσει πολλά ποιήματα και διηγήματα για παιδιά, μπόρεσα να δουλέψω με τρελό οίστρο. Δημιούργησα στην Εκπομπή μια νέα ατμόσφαιρα, της χάρισα πολλά ευρήματά μου, που τα διατηρεί μέχρι σήμερα, και, για να μην πολυλογώ περισσότερο, έγινα η πιο πολύτιμη συνεργάτισσα της Αντιγόνης, που συχνά συσκεπτόμαστε οι δυο μας για ό,τι καινούργιο μου κατέβαινε στο κεφάλι. Η Αντιγόνη γοητεύονταν με τα χαριτωμένα τραγουδάκια που ξεφούρνιζα κάθε μέρα για να τα ενσωματώσω στο κείμενό μου, που είχε πια πάρει τη μορφή «συνθεσούλας». Αυτή μου 'ριξε την ιδέα: «Αυτά τα τραγουδάκια διψάνε για μουσική» -μου είπε- «αλλά ποιος θα μας τη φτιάξει;» «Θα φροντίσω» της απάντησα.
Συναντήθηκα με το Μίκη, του το πρότεινα, του 'δωσα μερικά τραγουδάκια μου, και κατενθουσιασμένος από τους στίχους που του ' δωσα να διαβάσει, δέχτηκε αμέσως. Πάλι ανωνυμία για τον Μίκη. Για όνομα του θεού μη μαθευτεί, είπε η Αντιγόνη, όταν έμαθε πως ο συνθέτης μόλις είχε αποφοιτήσει από το Κολέγιο της Μακρονήσου. Φοβόταν για τη θέση της που της έδινε και μισθό και κυρίως μια προβολή στον κόσμο των παιδιών της Ελλάδας, έτσι που να γίνει σιγά σιγά διάσημη σαν «θεία Λένα».
[....] Η ομορφιά της μουσικής του, η δροσερή χάρη των φθόγγων του, εντυπωσίασαν τους μουσικούς κύκλους της Ραδιοφωνίας. «Ποιος τη γράφει;» ρωτούσαν. Μόνο η Αντιγόνη κι εγώ ξέραμε. Έτσι επί ενάμιση περίπου χρόνο συνεργαζόμουνα στενά με το Μίκη. Του 'δινα το κείμενο μου με τα τραγουδάκια δυο τρεις φορές τη βδομάδα, το διάβαζε, τόνιζε τους στίχους, μου 'δινε το χαρτί με τις νότες και εισέπρατα ταυτόxρονα απ' το Ταμείο της Ραδιοφωνίας στο Ζάππειο, 150 δραχμές για το κείμενο και 50 δραχμές για τη μουσική του Μίκη!"____
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ρίτα Μπούμη - Παπά (1906 - 1984). Γεννήθηκε στη Σύρο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στις Συρακούσες της Σικελίας,
όπου σπούδασε παιδαγωγική και ειδικεύτηκε στη μέθοδο Montessori . Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και μεταφράστρια σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, το Νέον Κράτος, η Νέοι ρυθμοί και εφημερίδες όπως η Αλλαγή, η Μάχη, η Αυγή (την περίοδο 1957-1960). Υπήρξε αρχισυντάκτις του περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (από το 1929), εκδότρια των περιοδικών Εφημερίδα των ποιητών (1956-1958) και Κυκλάδες (1930-1932) και διευθύντρια του Ιδρύματος Περιθάλψεως Παιδιού (1930-1933). Το 1936 παντρεύτηκε τον ποιητή Νίκο Παππά, με τον οποίο έζησε στα Τρίκαλα ως το 1940, οπότε εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου έζησαν την υπόλοιπη ζωή τους.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1929 με τη δημοσίευση του ποιήματός της Μικρέ μου αλήτη στη Νέα Εστία, ενώ σε παιδική ηλικία είχε δημοσιεύσει ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων (1919). Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση αλλά και με την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, τη μετάφραση (έργα των Λ.Λέβτσεφ, Σολόχωφ, Μπέκετ, Μπέττι, Ουγκώ και άλλων). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1935), το Α’ Βραβείο Εθνικής Αντίστασης (1945), το Διεθνές Βραβείο Συρακουσών (1949), το Βραβείο της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1965) καθώς και από το Ρουμανικό κράτος και την Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ρωσικά, ισπανικά, ουγγρικά, σερβικά, πολωνικά, αλβανικά, πορτογαλικά και άλλες γλώσσες. Η Ρίτα Μπούμη - Παπά τοποθετείται χρονικά στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου. Η γραφή της χαρακτηρίζεται θεμελιωδώς από τη φυσιολατρία της, και παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία του αισθησιασμού, του λυρισμού αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά έργα της.
(Πηγή βιογραφικών στοιχείων: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1984, η Ρίτα Μπούμη άφηνε την τελευταία της πνοή στο θεραπευτήριο «Άγιος Παντελεήμων», όπου νοσηλευόταν, στην Αθήνα. Η ίδια, λες και ότι το είχε προβλέψει, έγραφε:
«Ξημέρωμα πρέπει να φύγω / σαβανωμένη ζωντανή / να τ’ αποχαιρετήσω όλα / κι όχι απλά κι αθόρυβα / όπως αφήνουν τα κλαδιά τα πεθαμένα φύλλα». Κάπως έτσι έμελλε να πεθάνει, ξημερώματα, σαβανωμένη ζωντανή, φωνάζοντας λίγες ώρες νωρίτερα, με μητρικό σπαραγμό, τον για πενήντα χρόνια σύντροφο της ζωής της Νίκο: «αγόρι μου, αγόρι μου…».
Οι 200 της Πρωτομαγιάς.
Πάμε να δούμε και μια ανέκδοτη προσωπική μαρτυρία της Ρίτας Μπούμη Παπά (από "tvxs.gr" και oikodomos για το fanthis.blogspot.com), που είναι ένα κείμενο για τη σφαγή των 200 κομμουνιστών από τους Γερμανούς καταχτητές στην Καισαριανή, την 1η Μάη 1944. Μια συγκλονιστική μαρτυρία της ποιήτριας που «έζησε» η ίδια τη θυσία των παληκαριών από το σπίτι της που βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα από το Σκοπευτήριο. Η μεταφορά στο πληκτρολόγιο έγινε χωρίς να γνωρίζουμε πότε ακριβώς γράφτηκε το κείμενο (δεν αναφέρεται ούτε στο περιοδικό). Απ’ όσο όμως είναι γνωστό, δεν εκδόθηκε ποτέ σε βιβλίο με άλλα έργα της:
"Αν στη μεταπολεμική ελληνική κατάσταση δεν επικρατούσαν, χάρη στην υποστήριξη των ξένων, οι δυνάμεις εκείνες που κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής στρατιωτικής κατοχής ανέχτηκαν παθητικά τον εχθρό και τα εγκλήματά του ή και συνεργάστηκαν κιόλας μαζί του, αν εύρισκε την οφειλόμενη δικαίωση ο αγώνας της εθνικής αντίστασης των Ελλήνων και ζυγιζόταν σαν την πιο πολύτιμη και ακριβή ύλη το αίμα ηρώων και μαρτύρων που έδωσαν τη ζωή τους για τη λευτεριά της πατρίδας σύμφωνα με τις ιστορικές παραδόσεις μας, αν τέλος δεν αντικρίζαμε με τόση παγερή αδιαφορία τα δάκρυα των αμέτρητων απορφανισμένων θυμάτων, η Πρωτομαγιά του 1944, θ΄αντιπροσώπευε μια από τις Μεγάλες Παρασκευές του Έθνους μας, και ο χώρος του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής, τον πιο ιερό Γολγοθά του.
Ο χαρακτηρισμός Γολγοθάς δε δίνεται ούτε αψήφιστα ούτε σαν σχήμα λόγου. Έχουμε ζυγίσει το βάρος του, επί μια ολόκληρη τετραετία, όταν στην καταιγίδα της κατοχής είχαμε απαγγιάσει σ’ ένα υπόγειο, εκατό μέτρα απ’ το Σκοπευτήριο και μας ξυπνούσαν κάθε αυγή, οι κραυγές των μελλοθανάτων, που τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο και αποχαιρετούσαν τον κόσμο, οι ριπές των εκτελεστικών αποσπασμάτων και οι ξηρές χαριστικές βολές. Είναι αυτή η σύμπτωση που μας έκανε να ζήσουμε το μαρτύριο της σφαγής των διακοσίων, μια γελαστή και ηλιόλουστη μέρα γεμάτη λουλούδια και πουλιά. Μαζί μας παρακολούθησαν τη σφαγή και δυο άλλοι φίλοι διανοούμενοι που κατοικούσαν κι αυτοί στην ίδια τούτη συνοικία. Ο Κωστής Μεραναίος και ο Γιώργος Βασιλόπουλος, διευθυντής του θαρραλέου περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα», που τολμούσε να εκδίδεται στα χρόνια της Κατοχής.
Την προηγούμενη, με είχε ξυπνήσει ένα εφιαλτικό όνειρο: κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στο Σκοπευτήριο και μέχρι τον περίγυρό του, πλήθος λαμπάδες έκαιγαν στην άσφαλτο σαν φλόγινα στάχυα κι ένας άνεμος σκοτεινός πάλευε να τα σβήσει. Μα οι φλόγες αντί να σβήνουν ενώνονταν για να μετατρέψουν το δρόμο σ’ ένα ποτάμι από φωτιά!
Την άλλη μέρα το όνειρο «βγήκε».
Η Πρωτομαγιά είχε ξημερώσει ολόστιλπνη σα να είχε βγει μόλις απ’ το λουτρό της και μοσχοβολούσε. Βαθυγάλανος ο ουρανός πάνω απ’ τον Υμηττό. Η ανοιξιάτικη φύση, σ’ όλη της την έκρηξη, αύξαινε τη δίψα μας για ειρήνη και για ευτυχία. Κάτω από τις ταπεινές στέγες ξυπνούσαν οι εργατικοί πληθυσμοί, ανύποπτοι για την τραγωδία που σε λίγες ώρες θα παίζονταν στη συνοικία τους.
Ώρα επτά. Τα πρώτα γερμανικά στρατιωτικά αποσπάσματα κυκλώνουν τη συνοικία μας. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Συχνά ο κατακτητής μας περικύκλωνε και μπλοκάριζε τα φτωχόσπιτα, ψάχνοντας να βρει τους αποφασισμένους που τον πολεμούσαν. Μα τώρα ήταν κάπως αλλιώς. Οι Γερμανοί είχαν πιάσει τις γωνιές όλων των δρόμων με όπλα και πρόσωπα στραμμένα απειλητικά προς τα σπίτια μας και
απαγόρευαν την έξοδο των κατοίκων, που παρακολουθούσαν πίσω από τα τζάμια, με αγωνία και μίσος τους στρατιώτες της Βέρμαχτ.
Η είδηση φτάνει σαν αέρας, και περνώντας απ’ τις χαραμάδες διαδίδεται από σπίτι σε σπίτι. «Θα εκτελεστούν 200 κρατούμενοι σε αντίποινα για το φόνο ενός Γερμανού στρατηγού». Είναι δυνατό να διαπραχθεί τέτοια ομαδική σφαγή μέσα σ’ ένα πρωινό γεμάτο αρώματα και πεταλούδες, κάτω από έναν ουρανό κεντημένο με παιδικούς χαρταετούς; Είναι!
Στις 8 αρχίζει η μεταφορά των κρατουμένων με κείνα τα σκοτεινά καμιόνια της Βέρμαχτ, που είχαν το χρώμα του γραφίτη. Οι μελλοθάνατοι ανεβαίνουν το Γολγοθά τους τραγουδώντας, μας προτρέπουν να μη λυγίσουμε, πετούν ενθύμια, δαχτυλίδια, χαρτάκια, τα ρούχα τους, παραγγελίες για τους δικούς των και αποχαιρετούν περήφανοι τους ανθρώπους και τον κόσμο, σίγουροι για κείνο που πίστευαν. Ένας μεγάλος ήλιος από τον Υμηττό τους το επιβεβαίωνε με όλο το φως του.
Οι ταράτσες των γύρω σπιτιών γεμάτες θεατές που ζητούσαν να παρακολουθήσουν και να διαφυλάξουν στη μνήμη τους την πρωτοφανή τραγωδία μέχρι το τέλος. Τότε άρχισαν να πηδούν απ’ τα καμιόνια οι πρωταγωνιστές και να διασχίζουν το διάδρομο, οι περισσότεροι με τα πουκάμισα, ξέστηθοι, να μπερδεύονται οι σιλουέτες τους με τα θάμνα και τα κυπαρίσσια. Δεν ήταν ούτε ένας, ούτε δυο, ούτε δέκα σαν άλλες φορές. Κι αυτό το συγκλονιστικό πέρασμα, με τον πρωινό ήλιο που τους κυνηγά μέσα από τα δέντρα για να τους χαϊδέψει, κρατά απίστευτα πολύ, σα να το παρατείνει σκόπιμα ένας σαδιστής σκηνοθέτης.
Ύστερα από τα προκαταρκτικά, που άργησαν κι αυτά πολύ, και το τυπικό διάβασμα ενός καταλόγου, απ’ τον οποίο ο ήρωας Ναπολέων Σουκατζίδης αρνείται να εξαιρεθεί, όπως του πρότειναν οι δήμιοι, που σαν γερμανομαθή τον χρειάζονταν για διερμηνέα, οι μελλοθάνατοι χωρίζονται σε ομάδες. Έτσι, σ’ ένα διαπασών από πατριωτικά τραγούδια, ζητωκραυγές, ηρωικές προτροπές των αμέσως επόμενων προς εκείνους που ήδη προχωρούσαν στο σφαγείο, οι ομάδες οδηγούνται προς το παμφάγο χαντάκι, που ήταν σκαμμένο στη ρίζα του ψηλού τοίχου.
Ξαφνικά η καμπάνα του μοναστηριού της Ανάληψης αρχίζει να χτυπά πένθιμα όπως τη Μεγάλη Παρασκευή, από έναν Ελασίτη που είχε σκαρφαλώσει στο καμπαναριό. Οι ήχοι ανατριχιάζουν τη συνοικία. Πίσω απ’ τα τζάμια, στις ταράτσες, ανάβουν κεριά, καπνίζουν θυμιατήρια, σταυροκοπιούνται γριούλες. Κάτι μικρές κακοραμμένες γαλανόλευκες σημαίες, έτοιμες να υποδεχτούν το μεγάλο μήνυμα της νίκης που ερχόταν δρομαίο από τις ρώσικες στέπες, υψώνονται στα δωμάτια κι ανεμίζουν με ευλάβεια στα χέρια των παιδιών.
Ένας βοσκός στο λόφο της Ανάληψης, στήνει με τη φλογέρα του ένα λυπητερό κλέφτικο σκοπό, και κείνη τη στιγμή έλεγες πως η ψυχή της Ρωμιοσύνης ροβολούσε από τον Υμηττό προς την αδούλωτη πόλη της Αθήνας. Μέσα σε λίγες στιγμές οι μελλοθάνατοι έχουν καλύψει την απόσταση που μεσολαβεί από το μάρτυρα στον άγιο, από το ιστορικό γεγονός στο θρύλο. Τις πρώτες ομοβροντίες ακολουθούν οι θρήνοι και οι κατάρες των περιοίκων. Τα σπαρακτικά λόγια των γυναικών του λαού που τους απαγορεύεται να τρέξουν, να πλύνουν τα κορμιά των παλικαριών, απ’ τα αίματα, να τα τυλίξουν σε δροσερό σεντόνι, να τα νεκροστολίσουν, να τα κλάψουν, όπως θα ΄κανε – αν μπορούσε – η πιο χαροκαμένη μάνα της γης, η Ελλάδα.
Η εκτέλεση κρατά τέσσερις ολόκληρες ώρες. Όσο βαστά σ’ ένα κανονικό σφαγείο. Μια μια ομάδα, προχωρεί προς την τάφρο τραγουδώντας. Οι σφαίρες των οπλοπολυβόλων γαζώνουν με θυμό, τα σώματα λυγίζουν, πέφτουν στο χώμα που έχει γίνει πηλός απ’ το αίμα, και οι χαριστικές βολές του ναζιστή υπαξιωματικού, δίνουν τέλος στο σφαδασμό των σωμάτων. Ύστερα τα πτώματα σέρνονται από κει ματωμένα και φορτώνονται σε χειροκίνητα καρότσια για να οδηγηθούν έξω, όπου περιμένει η σκοτεινή φάλαγγα των φορτηγών αυτοκινήτων, για να παραλάβει και να μεταφέρει στους τάφους τα σφάγια. Η τάφρος ανασκάφτεται με τσαπιά, γρήγορα και κάθε φορά, για ν’ ανεβεί στην επιφάνεια άλλο χώμα, πιο στεγνό, και η επόμενη ομάδα προχωρεί με τις λέξεις Ελλάδα και ελευθερία στα χείλη.
Οι Αυστριακοί άντρες των πρώτων εκτελεστικών αποσπασμάτων, δεν αντέχουν, λιποθυμούν, για να εξοργίσουν τους επικεφαλής Γερμανούς αξιωματικούς, που δυο φορές τους αντικατάστησαν με άλλους στρατιώτες πιο ψύχραιμους.
Μεσημέρι. Το μακάβριο έργο των σφαγέων τελείωσε. Οι αξιωματικοί της Βέρμαχτ, μπαίνουν, βολεύονται στην κούρσα τους και ξεκινούν. Πίσω τους ακολουθεί η φάλαγγα των καμιονιών με το φορτίο της.
Το αίμα των μαρτύρων της ελευθερίας, ζεστό ακόμα, στάζει από τα οχήματα για να σκορπίσει σε όλο τα μάκρος του δρόμου απίστευτα κόκκινα άνθη και ιδεογράμματα.
Το μπλόκο λύνεται κι οι πόρτες των σπιτιών ανοίγουν. Είναι δώδεκα και μισή. Στις φλέβες της συνοικίας μας, που είχαν παγώσει επί ένα ολόκληρο πρωινό, ξαναρχίζει η κυκλοφορία. Μια κυκλοφορία βαριά κι αγχώδης. Οι γυναίκες, που στη συμφορά σπεύδουνε πρώτες, μοιρολογώντας και σκούζοντας κατευθύνονται στον τόπο του Κρανίου. Και τότε μέσα στη μάντρα του Σκοπευτηρίου αρχίζει ομόφωνος ένας θρήνος οξύς, αβάσταγος, συγκλονιστικός. Όλες μοιρολογούν «τα παιδιά τους». Ξαφνικά οι νεκροί εκείνοι, που είχαν αρπαχτεί για να ταφούν βιαστικά ποιος ξέρει που, έγιναν παιδιά όλων μας, ανήκαν σε όλους. Όλα τα περιβόλια και οι γλάστρες της γειτονιάς μαδήθηκαν για τα μαγιάτικα στεφάνια του θανάτου. Και αγκαλιές τα λουλούδια, μεταφέρονται στο κόκκινο χαντάκι, όπου το αίμα ζυμώνονταν με το χώμα και διεργάζονταν κιόλας νέες συνθέσεις.
Πόσοι όρκοι πίστης δόθηκαν κείνη τη μέρα εδώ μέσα! Πόσες αγνές και φλογερές υποσχέσεις!
Ο λαός κανένα όρκο και καμιά υπόσχεση δεν αθέτησε. Κι αν το μνημείο που όφειλε να στήσει εδώ μέσα η Πατρίδα, δεν στήθηκε, είναι γιατί οι ισχυρές εκείνες δυνάμεις που φοβούνται το ηθικό μάθημα της ιστορικής μνήμης στις συνειδήσεις των λαών, μεσολάβησαν για να εμποδίσουν αυτό το υπέρτατο εθνικό χρέος. Και πια όλοι ξέρουμε με ποια σκληρά και αδίστακτα μέσα οι ισχυρές αυτές δυνάμεις ισοπεδώνουν σαν μπουλντόζες τη θέληση των μικρών πατρίδων…
Όμως, δεν μπορεί, κάποτε θα στηθεί το μνημείο που τους αξίζει. Ένα μνημείο στιλπνό σαν την άνοιξη και βιώσιμο σαν τη φυλή μας. Ένα μνημείο που δίχως να ‘χει τις διαστάσεις της θυσίας χιλιάδων μαρτύρων που έπεσαν εδώ μέσα αιμόφυρτοι από τις σφαίρες των θηρίων, θα είναι – όπως λέγει σε μια ωδή του ο Οράτιος – «διαρκέστερο από το χαλκό και το βασιλικό όγκο των πυραμίδων, που ούτε ο αδηφάγος όμβρος, ούτε η αναρίθμητος των ετών σειρά θα δύναται να καταστρέψει».
Και τότε το κλαμπ που λειτουργεί τώρα στον αιματοποτισμένο τόπο του μαρτυρίου και ο πάταγος των μπουκαλιών και της νυχτερινής κραιπάλης, θα αντικατασταθούν από την ευλάβεια, την περίσκεψη και το σεβασμό."
_Ρίτα Μπούμη Παπά_
********************************